«Φεύγοντας να πάρεις τα τσιγάρα σου» σου έλεγα τακτικά τα πρωινά που τρέχαμε αλαφιασμένοι να προλάβουμε λεωφορεία και ωράρια. Προηγούσουν πάντα χρονικά, εγώ έφευγα πάντα κανένα τέταρτο αργότερα κλείνοντας παράθυρα και παίρνοντας σκουπίδια. Κάνοντας όλες εκείνες τις μικρές καταμερισμένες βαρετές υποχρεώσεις των ζευγαριών που σφραγίζουν μια ζωή με την έννοια «μοίρασμα».

Πάντα όταν έφευγες για δουλειά ξεχνούσες κάτι από τα σύνεργα της καθημερινής μας ιεροτελεστίας. Εκείνη του καφέ. Πότε φιλτράκια, πότε τη θήκη, πότε τον καπνό. «Ο Καρέλιας πάντα θα είναι το τρίτο πρόσωπο σ’ αυτή τη σχέση» μου έλεγες χαμογελώντας και ψάχνοντας για μπρίκι τα πρωινά πριν τη δουλειά. Δεν ξεχνιέται αυτό το χαμόγελο, όσο κι αν το προσπάθησα.

Είναι αυτές οι μικρές καθημερινές ιεροτελεστίες των ζευγαριών που χάθηκαν, που έκοψαν την κοινή τους ζωή, που πάντα θα τους τσιγκλάει το στέρνο, σαν χρόνιος νευρόπονος που δε θα περάσει ποτέ. Και είναι αυτές οι λεπτομέρειες κάθε μίας από αυτές τις μαγικές ρουτινιάρικες καθημερινές στιγμές που όταν θα τις κάνουμε πλέον μόνοι, πάντα θα μας θυμίζουν εκείνον που είναι μακριά.

Ο τρόπος που ακουμπούσες το κουταλάκι στο φλιτζάνι του καφέ, τα σχέδια με τη γλώσσα στην κρέμα, τα λευκά σου, από το γάλα, χείλη που άνοιγαν σ’ εκείνο το χαμόγελο που φώτιζε από το φωταγωγό της μικρής μας κουζίνας ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Τις νύχτες η φιγούρα σου στο σκοτάδι να καπνίζεις στο ημίφως της ίδιας κουζίνας, όπου με ένα «κοιμήσου, θα ‘ρθω σε λίγο» με καθησύχαζες πως τίποτα δε θα αλλάξει.

Χιλιάδες χρόνια αργότερα μετανιώνω για τις φορές που ποτέ δεν μπούκαρα σ’ εκείνη την κουζίνα απαιτώντας ή απλά αξιώνοντας να μάθω τι συνέβαινε μέσα σου. Ήταν αντίστοιχες με τις φορές που κι εσύ δεν μ’ έψαξες ποτέ στο μπαλκόνι, τις ώρες που ο Καρέλιας ήταν η δική μου συντροφιά. Και κάπως έτσι οι άνθρωποι χάνονται μεταξύ τους, φεύγουν ψυχικά χιλιόμετρα μακριά πριν να φύγει και το ίδιο το κορμί απ’ το χώρο.

«Σταμάτα να μεταφράζεις λογοτεχνικά κάθε τι μικρό, ευτελές και καθημερινό που μας συμβαίνει» έλεγες θυμωμένος κάθε που σου διατύπωνα με ιδιαίτερο τρόπο τους περίεργους συνειρμούς μου,συνδέοντας παρομοιώσεις και σχήματα λόγου με κάθε καφρίλα της σχέσης μας. Έτσι, για να σε τσαντίσω. Μα έτσι θα μιλήσω και τώρα. Τώρα κι αν πρέπει να ομορφύνω τις λέξεις, μπας και πονέσουν λιγότερο!

Ήταν ο «καπνός» από τα ίδια μας τα τσιγάρα που δεν μας άφησαν ποτέ να δούμε ο ένας τον άλλον. Η μοναξιά μας. Ο «καπνός» από όλα εκείνα τα μοναχικά τσιγάρα που κάναμε και οι δύο, στην κουζίνα ή το μπαλκόνι, χωρίς να μιλάμε για όσα «βλέπουμε». Ή για όσα δεν «βλέπουμε» ενώ θα έπρεπε. Περίεργοι που είμαστε ως ουσία εμείς οι άνθρωποι. Περνάμε μια ζωή απέναντι ο ένας από τον άλλον, κοιτώντας τον αλλά χωρίς να τον «βλέπουμε». Χωρίς να βλέπουμε ανάγκες, επιθυμίες, απωθημένα, στερήσεις, όνειρα, μπούχτισμα. Του άλλου.

Χιλιάδες χρόνια αργότερα όλα είναι αλλιώς. Χιλιάδες, γιατί ο χρόνος μετριέται αλλιώς όταν υπάρχει απώλεια. Κάποιος από μας τους δυο δεν καπνίζει πια και κανενός η φιγούρα δεν μυρίζει Καρέλια τα βράδια. Η κουζίνα μου πλέον βρίσκεται σε άλλο σπίτι και ο ήλιος μπαίνει άφθονος. Μα αν με ρωτήσεις θα σου πω πως προτιμούσα τον φωτισμένο απ’ το χαμόγελό σου φωταγωγό. Ακούω το «Καρέλια» από την Αλεξίου και συγκινούμαι. «Κάπνιζες Καρέλια στη σκάλα, σήμερα θυμήθηκα κι άλλα…» Άρχισα να βλέπω διαφορετικά τους ανθρώπους. Όχι απλά να τους κοιτώ, μα να τους «βλέπω». Εύχομαι κι εσύ να άρχισες το ίδιο. Βρήκα τη θήκη σου με τον καπνό ξεχασμένη στο συρτάρι μου. Ξέρω πως με σκέφτεσαι. Τη φυλάω. Ποτέ δεν ξέρεις.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα