Κλειστοφοβικός θεωρείται εκείνος που αδυνατεί να παραμείνει σε κλειστό ή στενό χώρο. Η αδυναμία αυτή, όταν ξεπεραστεί το μίνιμουμ του χρόνου που ο καθένας προσωπικά ορίζει, μεταφράζεται σε κρίση άγχους ή πανικού και πάσης φύσεως δυσάρεστα συναισθήματα. Το συνηθέστερο εξ αυτών είναι ο φόβος. Ο φόβος ότι τα τοιχώματα αυτού του χώρου ολοένα και θα μικραίνουν τον προσωπικό χώρο, επομένως και το οξυγόνο του. Η απώλεια ελέγχου είναι, επίσης, ένα διαδεδομένο συναίσθημα για έναν κλειστοφοβικό χαρακτήρα.

Η αιτία ύπαρξης κλειστοφοβικής φύσης είναι συνήθως κάποιο τραυματικό περιστατικό του παρελθόντος. Ενδεχομένως της παιδικής ηλικίας. Σπάνια είναι δυνατό κάποιο συμβάν της ενήλικης ζωής, όπως μία άσχημη πτήση ή ένας πολύωρος εγκλεισμός σ’ ένα ασανσέρ, να σφραγίσει έναν ψυχισμό με μια τέτοια φοβία. Ακόμη πιο σπάνιος (αλλά όχι απίθανος) είναι ο παράγοντας της κληρονομικότητας. Όχι τόσο από άποψη γονιδίων που κληροδοτούνται αλλά από την άποψη κοινών ίσως βιωμάτων ή και συνήθειας/αντιγραφής τρόπου ζωής.

Η καθημερινότητα ενός κλειστοφοβικού είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Όπως, βέβαια, η καθημερινότητα οποιασδήποτε μορφής φοβικής ιδιοσυγκρασίας. Πόσο εύκολη να είναι μια ζωή όταν δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ασανσέρ ή μέσα μαζικής μεταφοράς; Δεν μπορείς να απολαύσεις ταινία σ’ έναν κινηματογράφο, δεν μπορείς όμως και να κάνεις μια μαγνητική τομογραφία.

Δεν μπορείς να ταξιδέψεις με αεροπλάνο ή να οδηγήσεις μέσα σε τούνελ. Δεν μπορείς καν να παραμείνεις ώρα σε ένα απλό δοκιμαστήριο ρούχων. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν μπορούν και να οδηγήσουν. Ακόμη και η σκέψη παραμονής σ’ έναν κλειστό, στενό χώρο μπορεί να σε οδηγήσει σε μια κατάσταση πανικού, χωρίς αυτό να έχει καν συμβεί. Ταραχή, τρέμουλο, εφίδρωση και η αίσθηση ότι πνίγεσαι από τέσσερις τοίχους είναι τα καθημερινά συνήθη συμπτώματα ενός κλειστοφοβικού ανθρώπου.

Δεκάδες απλά πράγματα της καθημερινότητας μπορούν να αποδειχθούν πραγματικοί εφιάλτες για έναν κλειστοφοβικό. Το να αποκόβεσαι από ένα σωρό απλές (για άλλους) καθημερινές δραστηριότητες είναι από μόνος του σοβαρός παράγοντας διατάραξης μιας υγιούς ψυχολογίας. Πόσω μάλλον όταν συνοδεύεται από κρίσεις πανικού και άγχους, δυσκολίες στην αναπνοή, αίσθηση πνιγμού, ακόμη και λιποθυμία σε χώρους όπου το ταμπελάκι «έξοδος» δεν είναι στο άμεσο οπτικό σου πεδίο.

Δύο τρόποι υπάρχουν για τη θεραπεία, μερική ή ολική μιας τέτοιας φοβίας. Ο πρώτος είναι στάνταρ ο φαρμακευτικός δρόμος. Αυτός όμως στοχεύει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη θεραπεία ή ανακούφιση των συμπτωμάτων κι όχι στην παύση της φοβίας. Αγχολυτικά, ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορούν να κάνουν μια καθημερινότητα ευκολότερη και σαφώς να ανεβάσουν σημαντικά την ποιότητα της ζωής.

Ο κυριότερος τρόπος είναι η συστηματική ψυχοθεραπεία, η παρουσία ενός ειδικού στη ζωή ενός κλειστοφοβικού. Ο ψυχαναλυτής μπορεί να βοηθήσει στην ανακάλυψη της βαθύτερης αιτίας μιας τέτοιας φοβίας, που βρίσκεται στο κοντινό ή μακρινό παρελθόν του. Επομένως μπορεί και να προσφέρει μια ουσιαστικότερη ανακούφιση σε έναν τέτοιο ψυχισμό. Το σημαντικότερο είναι ότι ένας ειδικός μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή του σε μια σταδιακή «απομυθοποίηση» της φοβίας αυτής, με μια ταυτόχρονη «αποδυνάμωση» του ίδιου του αισθήματος αυτής της φοβίας και των συμπτωμάτων της.

Ιδανικότερη επιλογή ανάμεσα στις δύο παραπάνω είναι ο συνδυασμός τους. Μείωση του αντίκτυπου των συμπτωμάτων σε μια απαιτητική καθημερινότητα αλλά και σταδιακή απομυθοποίηση και άρνηση της ουσίας της φοβίας, δηλαδή θεραπεία στη ρίζα του «κακού». Κανένα από τα παραπάνω όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί ένα σίγουρο και οριστικό αποτέλεσμα.

Μερικές φορές αρκεί απλά να αποδεχτεί κανείς την ιδιαιτερότητα του ψυχισμού του και να προσπαθήσει να συμφιλιωθεί με αυτήν. Ενίοτε η συμφιλίωση είναι αποτελεσματικότερη της οποιασδήποτε άλλης απόπειρας θεραπείας. Εκεί ακριβώς μπαίνει ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας. Το άμεσο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον και η συμπαράσταση από αυτό.

Ανάμεσα σε όλα τα συναισθήματα που αξίζουν μεγάλη προσοχή και την ανάλογη αντιμετώπισή μας, υπάρχει εκείνο το ένα το οποίο κυριαρχεί και δε χωρά διαπραγμάτευση όταν θέλουμε να συνυπάρχουμε με κάποιον. Ο φόβος. «Ο φόβος είναι το απόλυτα σεβαστό συναίσθημα» άκουσα πριν από κάποια χρόνια από ένα στόμα σοφό. Καμία σχέση αγάπης δεν μπορεί να γεννηθεί, υπάρξει και καλλιεργηθεί εάν αυτό το συναίσθημα του αγαπώμενου απέναντι σε οτιδήποτε δεν μπορεί να γίνει απόλυτα σεβαστό.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα