Δεν υπάρχει πιο ελπιδοφόρος συνδυασμός λέξεων. Πάμε παρακάτω όταν αποφασιστικά αφήνουμε κάτι πίσω. Άλλος ένας συνδυασμός λέξεων αυτό το «αφήνω πίσω», μόνο που αυτός πονάει. Αφήνουμε πίσω μια κατάσταση, μία σχέση, έναν άνθρωπο όταν όλα τα παραπάνω δεν οδηγούν πουθενά.

Υπάρχουν άνθρωποι με σταθερά ανοδική και αξιόλογη πορεία σε έναν επαγγελματικό χώρο, με ουσιαστικές φιλίες και κοινωνική ζωή, με μια γεμάτη από υγιείς δραστηριότητες καθημερινότητα, που στην προσωπική τους ζωή όμω,ς κρατούν μια δουλοπρεπή και αναξιοπρεπή στάση ζωής, εμμένοντας στη διατήρηση μιας σχέσης κατά την  οποία δεν υπάρχει καμία προοπτική. Προοπτική δε σημαίνει απαραίτητα επισημοποίηση σε νομικό/θρησκευτικό επίπεδο. Απουσία προοπτικής σημαίνει ότι η σχέση δεν εξελίσσεται. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι η ίδια η σχέση δεν επιτρέπει στα μέρη που την απαρτίζουν να εξελίσσονται ως προσωπικότητες.

Έτσι υπάρχουν σήμερα ζευγάρια που καθημερινά αλληλοκατασπαράζονται με βαριά λόγια ή με ασήκωτες σιωπές, επειδή ο ένας από τους δύο δεν βρίσκει το κουράγιο να προχωρήσει και να διαχωρίσει τη ζωή του από τον άλλον. Η παραπάνω, εμμονική σχεδόν, παραμονή σε μια σχέση στηρίζεται στην αδυναμία (τουλάχιστον) της μιας πλευράς να παραδεχτεί ότι τα συναισθήματα δεν αρκούν. Εάν φυσικά υπάρχουν και εάν φυσικά είναι αμοιβαία. Το βασικότερο επιχείρημα για να μην φεύγει κάποιος από κάτι που αναγνωρίζει ότι δεν προχωράει, είναι ότι είναι ερωτευμένος. Πλάνη μέγιστη φυσικά.

Καλείται λοιπόν κάποιος να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Αισθάνεται ερωτευμένος αλλά δεν νιώθει καλά. Αισθάνεται αδύναμος για να αλλάξει τα πράγματα ή να φύγει, τάχα εξαιτίας σφοδρού έρωτα. Ζορίζεται, πιέζεται, κλαίγεται στον εαυτό του αλλά και στους κολλητούς. Μαζί δεν κάνει (διατείνεται) αλλά και χώρια δεν μπορεί. Ζει με το αδιέξοδο δράμα «θα τον αλλάξω/θα αλλάξω» γνωρίζοντας ότι τίποτα από τα δύο δε θα συμβεί.

Μιλάμε ουσιαστικά για άσχημες διαπροσωπικές σχέσεις εντός μιας σχέσης, για κατά βάθος ήδη διαλυμένες σχέσεις και για πρώην «μεγάλους έρωτες» που μπήκαν στις τελευταίες πλύσεις και ξαφνικά μίκρυναν.

Μιλάμε, επίσης, για παθογενείς καταστάσεις, για συγκαλυμμένες νευρώσεις, για ανθρώπους που δεν συντροφεύουν αλλά γαντζώνονται και εξαρτώνται. Για ανθρώπους αδύναμους που δεν αντέχουν τον πόνο ενός χωρισμού, αν όχι τον πόνο γενικά. Για ανθρώπους που δεν αναγνωρίζουν καν την ευεργετική επίδραση αυτού του πόνου στην κάθε ψυχοσύνθεση. Που έχουν χάσει κάθε ουσία από την ίδια τη σχέση εφόσον αγνοούν το σημαντικότερο. Τη γνώση για το πότε πρέπει να αποχωρήσουν. Και, τέλος, για ανθρώπους που απλά φοβούνται τη μοναξιά.

Η παθογένεια φυσικά δεν αφορά μόνο τον έναν. Τον ανήσυχο. Αυτόν που επιθυμεί τη «λύτρωση» αλλά αισθάνεται αδύναμος να φύγει. Η παθογένεια αφορά και τον δεύτερο άνθρωπο. Τον επαναπαυμένο. Τον αδιάφορο. «Ποτέ σχεδόν ένα ζευγάρι, που επί χρόνια σέρνει τη δυστυχισμένη συμβίωσή του σαν κουτσό πόδι, δεν είναι ένα ζευγάρι μονόπλευρα προβληματικό.» (Βαμβουνάκη)

Και στις περισσότερες περιπτώσεις ο ένας θεωρεί τον άλλον ψυχολογικά ασταθή ή υπαίτιο για το χαλασμένο της σχέσης, ενώ ουσιαστικά και οι δύο πλευρές σαμποτάρουν αλλήλους παραμένοντας, ενώ λαχταρούν να φύγουν για να αναπνεύσουν.

Ένα σωρό ερωτήματα προκύπτουν από το παραπάνω φαινόμενο, ρητορικά φυσικά εφόσον αν ποτέ απαντηθούν, θα απαντηθούν σίγουρα καιρό μετά το αναπόφευκτο τέλος. Γιατί κανείς να παραμένει σε κάτι που δεν ικανοποιεί κι ευχαριστεί το κάθε του κύτταρο; Γιατί κανείς να θέλει να ζει ως το φάντασμα μιας ιδανικής σχέσης που ποτέ δεν προέκυψε; Γιατί κανείς να μην αγωνίζεται κάθε λεπτό, κάθε στιγμή ώστε να έχει αυτό που πραγματικά αξίζει;

Γιατί κανείς να στερεί από τον εαυτό του την ευκαιρία μιας νέας συνάντησης;

Και  σε σένα που διαβάζεις τώρα (κι όλο αυτό σου θυμίζει κάτι από αυτό που ζεις) ίσως τα παραπάνω σου φαίνονται βαριά φιλοσοφία/ψυχολογία.

Προφανώς είσαι στη φάση της άρνησης. Στη φάση που νομίζεις ότι δεν μπορείς.

Ας το πάρουμε αλλιώς. Πιο ανάλαφρα. Σκέφτηκες ποτέ πόσα πανέρια γαρύφαλλα χάιδεψαν τα μάγουλα του Νότη κάθε νύχτα που παράγγελνε τη συμβία να δώσει ένα τέλος να αρμόζει, να κάνει μια έξοδο μεγάλη; Ευτυχώς δεν αγνοούν όλοι ότι ένα από τα σημαντικότερα στις σχέσεις είναι και το να κατέχεις την τέχνη του πότε να αποχωρήσεις. Αναρωτήθηκες πόσες πονεμένες μπουκάλες ουίσκι άδειασαν κάθε που η Νατάσα ολοκλήρωνε έναν πονεμένο ισολογισμό τέλους με την προτροπή μιας Κόκκινης Γραμμής;

Τί παραπάνω δηλαδή αξίζει η Νατάσα από εσένα; Πόση παραπάνω δύναμη μπορεί να διαθέτει από εσένα; Τράβα την τη ριμάδα τη γραμμή κι επιτέλους. Πάμε παρακάτω!

 

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα