Να το πω, να μην το πω, τι κι αν το μοιραστώ, τι κι αν όχι…

Υπάρχει μια ιδιαίτερη ηθική όταν θελήσεις να μιλήσεις για κάτι που σε κάνει να ντρέπεσαι. Συγκεντρώνεις τον εαυτό σου για μια στιγμή και τον αφήνεις να εκτεθεί. Κι αυτήν την εκπληκτική ώρα, που ξεφορτώνεις την ενοχή από το ψέμα, δε χρησιμοποιείς τη δύναμή σου για να νικήσεις, αλλά το μυαλό σου για να γλιτώσεις την τραγωδία. Ποια τραγωδία; Τη γνωστή, αυτή που ο Πλάτωνας ορίζει ως «μίμηση της μίμησης» και που με έναν αυτοσχέδιο τρόπο παίζεις χωρίς να σε υποψιαστεί κανείς.

Και καθώς μιλάς, «Τι βλακείες είναι αυτές!», θα σκεφτεί ο φίλος που στ’ αυτιά του φτάνει ένας από όλους τους «εαυτούς» που κουβαλάς και τεχνηέντως δεν αποκαλύπτεις. «Γιατί λυπάσαι τον εαυτό σου» φωνάζει σκόπιμα, αλλά εσύ δεν ακούς, μιας και ρολάρεις το αφήγημα που δεν τολμούσες να ξεστομίσεις στον φίλο, ή στον συγγενή, ή στον πνευματικό, ή σε σένα τον ίδιο.

Ήταν αυτό το κομπλεξαρισμένο αίσθημα που σε έκανε και το καθυστερούσες. Κάτι που το απέκτησες γιατί στο μάθανε. Το μόνο που έμενε, ήταν να το ασπαστείς και να ηθικολογήσεις, δρώντας σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Έτσι τα θέλω τους θα γίνονταν δικά σου και μέσα στο μακρόστενο κεφάλι  θα σχημάτιζες αυτόν τον άμεμπτο σκληροπυρηνικό τύπο που τους ταιριάζει. Κάθε σου λέξη και μια κατρακύλα και σε κάθε σου κόμμα ο δαίμονας κριτής. Τον αρνείσαι όπως μπορείς και ταυτόχρονα τον σνομπάρεις. Το μόνο που θέλεις είναι να μιλήσεις κι ας πέσεις στα μάτια τους κι ας εξευτελιστείς, γιατί πλέον κουράστηκες και δε θέλεις ούτε να κρυφτείς, ούτε να προσποιηθείς.

Η μια λανθασμένη κίνηση έφερε την άλλη. Ήξερες ότι οι λέξεις έχουν συνέπειες. Είπες να σιωπήσεις για να μην κριθείς. Αν τους ρωτούσες θα σε αποκαλούσαν υστερικό. Όλα τα δριμύ κατηγορώ απέναντι στη μοίρα, στα θεία και στο ριζικό τώρα πια είναι διάττοντες αστέρες που εξαφανίζονται μαζί με την εμπάθειά σου προς όλους αυτούς που τόλμησαν να σε κρίνουν.

Το υποστηρικτικό κοινό θα διχαστεί. Το χειροκρότημα που περίμενες να ακουστεί σε αυτήν την παράξενη στιγμή, όσο κολακευτικό κι αν φαίνεται άλλο τόσο απογοητευτικό είναι. Θα υπάρχουν αυτοί που απλώς θα ακούσουν, κάποιοι άλλοι που θα συγκρίνουν και θα λογοκρίνουν και κάτι τελευταίοι που πριν το φινάλε θα εξαφανιστούν. Λίγοι είναι αυτοί που θα σταθούν στην πλοκή. Παρ’ όλα αυτά και παρ’ όλο που κατακερματίζεις έναν εγωισμό, βλέπεις τον ήρωα ξεπετάγεται από τις λέξεις.

Και τι ήρωα! Γενναίο που είναι έτοιμος να πει έστω και μια αλήθεια. Τι κι αν είναι αδύναμος! Το δείχνει, το λέει, το ακούει, το δέχεται. Δεν μπορούν όλοι να είναι χαρισματικοί, ιδεαλιστές ή οραματιστές, και δε χρειάζεται να γίνουν. Kι αυτοί που έχουν τα προσόντα ας τα δείξουν. Η υπεροψία δεν έχει να κάνει με το τι διαθέτεις αλλά πώς το αξιοποιείς.

Είναι πολύ δύσκολο να μοιραστείς κάτι για το οποίο ντρέπεσαι. Θέλει χρόνο ίσως και χρόνια μέχρι να βρεις τη δύναμη να αποβάλεις ό,τι πραγματικά σε έχει ελέγξει και δεσμεύσει. Ίσως και να μην τη βρεις ποτέ. Όταν στέκεσαι μπροστά κι ομολογείς αυτό που σου έχει συμβεί δίνοντας ελαφρυντικά για τον χρόνο που σου ξέφυγε, προβάλεις έμμεσα εσένα και τον κακό χειρισμό της υπόθεσης. Φυτεύεις συναισθήματα ξένα για να μη νιώθεις τα δικά σου ή στη χειρότερη, για να μπορέσεις κάτι να αισθανθείς μέχρι να βρεις το κουράγιο να μιλήσεις. Ένας σύγχρονος Προμηθέας Δεσμώτης πιασμένος στον δικό του δόλο.

Και ο φίλος, ο γνωστός, αυτός ο κάποιος που θα βρεθεί να ακούει μπορεί να μην αντιδράσει και το μόνο που θα θέλει είναι να συμπαρασταθεί. Εσύ όμως, εμπορευματοποιείς για ακόμα μια φορά τον εαυτό σου και μέσα στα νοερά σου ταξίδια ψάχνεις γι’ αυτόν που θα την πληρώσει. Φοβάσαι όχι την κρίση αλλά τον κριτή. Ξέρεις πολύ καλά πώς δρουν οι άνθρωποι όταν πληγωθούν. Ανήμερα θηρία που στοχεύουν σε Αχίλλειες πτέρνες. Και γι’ αυτό δε μιλάς και γι’ αυτό προσπερνάς. Σε όλες αυτές τις υποθέσεις ο ένοχος είναι ένας άλλωστε, μα οι συνένοχοι πολλοί.

Θέλει κουράγιο να πεις ποιος είσαι! Δεν έχει σημασία αν είσαι αδύναμος ή δυνατός- αυτό που ο κόσμος ζητά το έχεις κάνει, αυτό που ζητάς εσύ, όμως, πού βρίσκεται;

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου