Όταν ζούσα στην Αμερική, μου έκανε πάντα πάντοτε εντύπωση πως κάθε φορά που γνώριζα κόσμο, μετά το χαίρω πολύ που ακολουθούσε των συστάσεων, αμέσως έπεφτε σαν κεραμίδα η παραίνεση της καινούριας γνωριμίας, «λοιπόν, μίλα μου για σένα».

Έπρεπε δηλαδή να κάνω μια παρουσίαση του εαυτού, λίγο και σαν αποτίμηση.

Τι να συμπτύξω σε λίγα δευτερόλεπτα πραγματικού χρόνου που να είναι αντιπροσωπευτικό μου;

Έτσι κι αλλιώς και νεκροθάφτης να δήλωνα και να περιέγραφα τη δουλειά μου και πόσο την αγαπώ, θα ακολουθούσε ένα καθόλου υποκριτικό «Αχ τι ωραία».

«Είμαι από την Ελλάδα και είμαι κομμωτής και μου αρέσει να κάνω φίλους» ήταν μια εύκολη, αυτόματη απάντηση, μέσα σε μια καλά καλυμμένη συστολή, αφού σε αντίστοιχο ερώτημα που θα μου έκανε κάποιος στην Ελλάδα, σίγουρα η απάντηση θα ήταν χιουμοριστική και αυτοσαρκαστική.

Γιατί στην Ελλάδα, όταν γνωρίζουμε κάποιον και νιώσουμε πως θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για αυτόν, (στην Αμερική είναι αγένεια να μην κάνεις έναν διάλογο καλής θέλησης όταν κάποιος σου συστήνεται σε μια παρέα) μετά το χαίρω πολύ, δεν θα του πούμε «μίλα μας για σένα, παρουσιάσου» ώστε να ξεκινήσει ένας διάλογος σαν σε αμερικάνικη σαπουνόπερα όπου οι άνθρωποι στο όρθιο κάνουν διαλόγους – μονολόγους με κοσμικό background, αλλά θα ακολουθήσουμε την μέθοδο της συνέντευξης.

Κατευθυνόμενες ερωτήσεις που πέραν από το να μάθεις ποιος είναι ο άνθρωπος που σε κάθε επίπεδο σου έχει εξάψει το ενδιαφέρον, σου παρέχουν τη δυνατότητα να εκδηλώσεις και το δικό σου ενδιαφέρον. «Να πάμε για καφέ!»

Γνωριμίες τις νύχτες στα μπαράκια. Στη δουλειά. Στη σχολή. Στο facebook. Παντού!

Ο καφές είναι εκείνο το μυστήριο όπου ο ένας κάνει την πρόσκληση του άλλου, στη ζωή του.

Βέβαια όπως έχουν γίνει οι καφετέριες, μπορεί η συνάντηση να γίνει και σε ένα πολύ ήσυχο μπαράκι, μιας και το «να πάμε οι δυο μας για φαγητό για να τα πούμε» είναι κάπως πιο αμερικάνικο για τον μέσο όρο.

Όλα βέβαια είναι σχετικά και όπως καταλαβαίνετε το θέμα της ανάρτησης δεν είναι αυτό μιας και δεν ψυχαγωγούνται πάνω στην διαπροσωπική επικοινωνία όλοι με τον ίδιο τρόπο.

Στον καφέ λοιπόν.

Σαν χωλ – προθάλαμος της ιδιωτικότητας και του πιο κεκλεισμένων των θυρών εαυτού μας.

Αν αντέξουμε να κάτσουμε μια δυο ώρες στο ίδιο τραπέζι και δεν βαρεθούμε για όσο κρατήσει την άμεση συνεχόμενη επικοινωνία, τότε σημαίνει πως έχεις θέση στη ζωή μου κι εγώ στη δική σου.

Στον καφέ θα αξιολογήσουμε ο ένας το χιούμορ του άλλου. Αν οι ατακάρες που μας άγγιξαν τις πρώτες στιγμές της κοινωνικής μας συνεύρεσης, είναι προϊόν ανθρώπου που του αρέσει ο χαβαλές ή ανθρώπου εύστροφου και με δεξιότητες.

Γιατί σε όλους μας αρέσει να γελάμε. Να μας κάνουν να γελάμε.

Κάποτε μιλούσα σε ένα φίλο μου για μια καινούρια γνωριμία που με είχε ενθουσιάσει και αφού μονολογούσα για κανένα εξάωρο για τα χαρίσματα που με θάμπωσαν με αφόπλισε με μία και μόνο ερώτηση.

«Ένα πράγμα πες μου μόνο. Χιούμορ έχει;»

Στον καφέ συζητάς για θέματα κοινωνικά. Πολιτικά, αθλητικά, θρησκευτικά, θέματα αντίληψης για τη ζωή και τις σχέσεις.

Θέματα που μπορεί να ενώσουν αλλά και να χωρίσουν τους ανθρώπους ανεπανόρθωτα. Όχι από την διαφωνία καθ’ αυτή. Αλλά πιο πολύ γιατί βαθμολογούμε τον τρόπο που διαχειρίζεται ο απέναντι μας τη διαφορά μας, καθώς και την δική μας αυτοδιάθεση προσαρμογής.

Μήπως είναι λίγες φορές που από τέτοια θεωρητικά θέματα, έχει συμβεί αυτό που κοινώς περιγράφουμε «ανάψαν τα αίματα»;

Να, κάπως έτσι όταν δυο άνθρωποι συνδιασκεδάζουν ή βρίσκονται κοινωνικά μαζί στη δουλειά ή στη σχολή ή στο facebook και συμβεί κάτι στην επικαιρότητα του ενός, αμφότεροι συνωμοτούν και διαχωρίζουν «Να τα πούμε με καφέ αυτά, τώρα δεν είναι σωστή η στιγμή» για να μην χάσει κανείς από τα οφέλη αυτής της μαγικής επικοινωνίας.

Και νιώθω πως είναι μαγική, γιατί είναι σαν ένα προσωπικό τεστ.

Όταν παρουσιάζεις τον εαυτό σου δεν θες να δείξεις τα ελαττώματα σου.

Και δεν εννοώ αυτά τα ελαττώματα για τα οποία χαριτωμένα όλοι αυτοσαρκαζόμαστε και τα ωραιοποιούμε.

Αλλά για εκείνα, που γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι μας έχουν κοστίσει με ανεπανόρθωτες ζημιές στο παρελθόν.

Μα φυσικά, αυτό είναι το κλειδί – ο άλλος δεν ήταν παρών στο παρελθόν μας.

Το χρονικό σημείο που διεκδικείς έναν καινούριο άνθρωπο σε οποιονδήποτε ρόλο στη ζωή σου, είναι αυτό που προσπαθείς ειλικρινά να επικρατήσει το καλό κομμάτι της προσωπικότητας σου.

Και σαν να θες να τον τιμήσεις, τον ευχαριστείς που σε επέλεξε σε οποιονδήποτε ρόλο στη ζωή του και αυτός, προσπαθώντας τη χαρά που νιώθεις να την κάνεις εργατικότητα ώστε να μείνουν ξεσηκωμένα τα όμορφα στοιχεία σου, που σου εμπνέει να ανασύρεις από μέσα σου.

Έστω και αν είναι ψευδαίσθηση και μετά αφεθείς και ξεχαστείς και είναι πάντα ανθρώπινο γιατί έτσι κάνουν όλοι.

Ένας άνθρωπος ενθουσιασμένος από τον άνθρωπο που μόλις γνώρισε αν λόγου χάρη είναι οξύθυμος, μετά τη συνάντηση τους, δεν θα βρίσει στο φανάρι γιατί θα έχει κρατήσει την αίσθηση του πως θα φερόταν αν ήταν ο άλλος ακόμα δίπλα του.

Αυτό, αν και παροδικό που είναι όμως τόσο μεγάλο.

Μετά τον καφέ, που είτε θα περπατήσετε για να πάρετε τα ΜΜΜ, ή που θα πάει ο ένας τον άλλο σπίτι του με το αυτοκίνητο, ή που απλά θα αποχωριστείτε, στις υποσχέσεις σας να ξαναβρεθείτε ή να μη χαθείτε, ή ακόμα και σε μια αποτυχημένη έκβαση που αυτό που θα συναινέσετε από μέσα σας είναι πως δεν επιθυμείτε να ξανασυμβεί, θα υπάρχει μια φλόγα που θα πάρει ο καθένας μαζί του.

Πως αυτός ο εαυτός που έδειξε εκεί μπορεί να νικήσει και να επικρατήσει παντού και για πάντα.

Και έτσι η ζωή να γίνει όνειρο!

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Μάξιμος