Γράφει η Ηλέκτρα Πιτσικέλη.

Πάλι κοιμήθηκα με τους φακούς επαφής κολλημένους.

Και πάλι με τσίμπησαν κουνούπια στον ύπνο.

Κι εσύ στο μαξιλάρι, κοιμάσαι του καλού καιρού και που να γκρινιάξω τώρα που εσύ ροχαλίζεις;

Θα σε ξυπνήσω λίγο να στα πω και ξανακοιμάσαι.

Κι εσύ θα με αγριοκοιτάξεις για δευτερόλεπτα και θα μουγκρίζεις κάτι μεταξύ καλημέρας και γκρίνιας.

Και θα με ακούς να σου στροβιλίζω τα ακουστικά σου νεύρα, με την πρωινή τσιριχτή φωνή μου.

Και θα γυρίσεις πλευρό. 

Και θα σε ξαναξυπνήσω. Για χάδι αυτή τη φορά. Και θα χαμογελάσεις. 

Και θα συνεχίσεις να κοιμάσαι.

Θα σηκωθώ ξυπόλυτη να φτιάξω καφέ. 

Θα σκοντάψω στο χαλί της κουζίνας και θα γελάσω νευρικά.

Θα βάλω τρία παγάκια στον μέτριο φραπέ σου και θα σου χώσω το καλαμάκι στο στόμα, ενώ εσύ ακόμα κοιμάσαι.

Και όταν τελικά σηκωθείς απ’το κρεβάτι, θα παρακαλάω να κοιμόσουν λίγο ακόμα.

Να μπορούσα να σου φιλάω το λαιμό μέχρι το απόγευμα.

Πρέπει να δουλέψεις και πρέπει να δουλέψω.

Και ως το βράδυ, ανάμεσα σε τρεχάλες της τελευταίας στιγμής, απαιτητικούς συναδέλφους, νεύρα στο μποτιλιάρισμα, θα βρω την ευκαιρία να μυρίσω για λίγο στον καρπό μου, το άρωμά σου.

Θα πάω στο σούπερ μάρκετ και θα αμφιταλαντεύομαι στο διάδρομο με τα παγωτά.

Για σορμπέ ξεκίνησα, με τρίκιλο σοκολάτα θα καταλήξω.

Ούτε αυτό το μήνα θ’αδυνατίσουμε.

Και μέχρι να γυρίσω, θα έχεις ήδη ψιλοκόψει τις φράουλες που ξέρεις ότι είναι οι αγαπημένες μου.

Λίγη ζάχαρη και στο ψυγείο τρεις ώρες.

Και θα τις κάνουμε ένα με το παγωτό και θα με ταΐζείς με το κουτάλι της σούπας, στο στόμα.

Θέλω βόλτα, θες ταινία.

Θα πάμε βόλτα. 

Και σε μια γωνία στην Ακαδημίας, θα σκαρφαλώσω στους ώμους σου.

Και θα το πάμε έτσι ως τη Σταδίου.

Θα καθίσουμε να πιούμε ένα ποτό κάπου στην Καρύτση και μισή ώρα αργότερα, θα μου λείψει ο καναπές και η ιδιωτικότητά μας.

Θα κάνω νεύμα στη σερβιτόρα να πληρώσουμε και εσύ θα σχολιάσεις οτι ήμουν λίγο σνομπ.

Θα σου πω οτι δε ρώτησα τη γνώμη σου και θα σου κλοτσήσω το καλάμι.

“Κάτσε καλή!” θα με επαναφέρεις στην τάξη και θα σου δαγκώνω το λοβό.

Μπαίνουμε στο αμάξι, βγάζω τα παπούτσια μου και αφήνω τα πόδια μου να κρέμονται έξω απ΄το παράθυρο.

Δυναμώνω την ένταση, τραγουδάω, προσποιούμαι τη ζαλισμένη.

Κοιτάω έξω, αλλά σου ρίχνω ματιές δήθεν τυχαίες.

Ο αέρας σου παίρνει πίσω τα μαλλιά και φαίνεται μεγαλύτερο το μέτωπό σου.

Θέλω να στο φιλήσω. 

Πέφτω πάνω σου στο τιμόνι, κάτι μουρμουρίζεις για τις ταχύτητες, δε σου δίνω σημασία. 

Μας πιάνει κόκκινο.

Σε φιλάω και ο από πίσω κάτι λέει για το σπίτι μας.

Μας προσπερνάει και τον μουτζώνω. 

Σταματάμε σε περίπτερο.

Θέλεις ποπ κόρν, θέλω σοκολάτες. 

Παίρνουμε και τα δύο. 

Στο ασανσέρ δε σου μιλάω. 

Μου έδωσες τρία φιλιά και όχι τέσσερα.

Μουτρώνω και σου λυγίζω τα δάκτυλα.

Μπαίνω μπροστά στην πόρτα, δε σε αφήνω να την ανοίξεις.

Είσαι όμορφος όταν θυμώνεις.

Θέλω να κοιμηθούμε αλλά όχι πάλι ταυτόχρονα.

Θέλω να κρατηθώ να κοιμηθείς εσύ και εγώ να σε κοιτάζω.

Αλλά πάλι κάτι θα γίνει, κάποιο κουνούπι θα με τσιμπήσει, πάλι θα βαρεθώ να βγάλω τους φάκους.

Σε ποιον θα γκρινιάξω;

Πάλι θα σε ξυπνήσω και πάλι θα μουρμουρίσεις.

Και μέχρι να προλάβεις να το καταλάβεις πάλι θα γεμίσει η πλάτη σου φιλιά.

Και πάλι, αυτή θα είναι, η πιο ευτυχισμένη στιγμή της μέρας μου.