Όταν μας αρέσει κάποιος –κι ειδικά όταν μας αρέσει πολύ– τα χάνουμε λίγο. Στην προσπάθειά μας να τον εντυπωσιάσουμε, πέφτουμε σε υπερβολές. Ανάμεσα στις πολλές αμήχανες συνέπειες της καψούρας μας, μας πιάνει και μια πολυλογία. Απ’ το άγχος μας, όταν βρισκόμαστε μπροστά στο άτομο που μας ενδιαφέρει, κι απ’ τη λαχτάρα μας να κρατήσουμε την επαφή για όσο περισσότερο γίνεται, αρχίζουμε να μιλάμε ακατάπαυστα, χωρίς λόγο και, συχνά, χωρίς να ‘χουμε τίποτα ουσιαστικό να πούμε. Κινδυνεύουμε, έτσι, να γίνουμε κουραστικοί ή να πετάξουμε και καμιά χαζομάρα, ικανή να μας κάνει ρεζίλι.

Ενδιαφερόμαστε, λοιπόν, για κάποιον, κι αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, γνωριζόμαστε και καταφέρνουμε να κανονίσουμε μια έξοδο για τους δυο μας. Το πρώτο ραντεβού είναι πολύ σημαντικό, είναι η πρώτη εντύπωση, εκεί βλέπεις αν υπάρχει επικοινωνία και προοπτική. Έτσι, θέλουμε να δείξουμε το καλύτερο πρόσωπό μας. Κι εκεί είναι που, πολλές φορές, το παρακάνουμε και πέφτουμε στην παγίδα της πολυλογίας.

Αρχικά, μπορεί οι ερωτήσεις που κάνουμε να πέφτουν βροχή. Δε θα έρθει την επόμενη μέρα η καταστροφή του κόσμου, οπότε δε χρειάζεται να βιαζόμαστε να τα μάθουμε όλα μέσα σε λίγες ώρες. Καλό θα ήταν να κάνουμε διακριτικές ερωτήσεις και μόνο αν δούμε πως θέλει ν’ ανοιχτεί αυτός που έχουμε απέναντί μας. Αλλιώς είναι πολύ πιθανό να τον φέρουμε σε δύσκολη θέση και, το χειρότερο, μπορεί να τον κάνουμε να θελήσει να το βάλει στα πόδια.

Στη συνέχεια, το να μιλάμε πολύ για τον εαυτό μας και για τις επιτυχίες μας, είτε για τα σπουδαία πράγματα που έχουμε καταφέρει στη ζωή μας είτε για τη μεγάλη πέραση που μπορεί να έχουμε στο άλλο (ή και στο ίδιο) φύλο, εκτός ότι θα μας κάνει να φαινόμαστε υπερόπτες, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα κάνει και τον άλλο να βαρεθεί στο τέλος την αυτοπροβολή μας.

Καλό θα ήταν να κρατήσουμε και λίγο μυστήριο στη συζήτηση. Είναι βαρετό να ‘ναι κάποιος μονίμως ένα ορθάνοιχτο βιβλίο. Δε χρειάζεται επιτηδευμένα να το παίζουμε ιστορία, απλά, καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δίνουμε πλήρη αναφορά με ποιον πήγαμε εκεί ή τι κάναμε χθες ή τι σχέδια έχουμε για μετά. Οι πολλές πληροφορίες κι οι υπερβολικές λεπτομέρειες, πέρα απ’ το ότι ζαλίζουν τον ακροατή μας, τον ξενερώνουν.

Μπορεί, γενικά, απ’ τη φύση μας να μην είμαστε ιδιαίτερα ομιλητικοί χαρακτήρες, αλλά –απ’ το άγχος μας ή ακόμα θεωρώντας πως έτσι θα δείξουμε το ενδιαφέρον μας στον άλλο ή θα φανούμε εμείς ενδιαφέροντες, αφού έχουμε τόσα πολλά να πούμε– να πηγαίνουμε στο άλλο άκρο. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αντί να κερδίζουμε εντυπώσεις, μάλλον γινόμαστε ενοχλητικοί και φαινόμαστε ανασφαλείς, καθώς δεν είναι δύσκολο κανείς να καταλάβει πως αισθανόμαστε άβολα κι επειδή δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε και τι να πούμε γεμίζουμε το κενό με φλυαρίες.

Ας μπούμε και στη δική του θέση. Θα μας άρεσε εμάς να είχαμε έναν τέτοιο άνθρωπο απέναντί μας; Κάποιον που δε σταματά να μιλά και πηδά απ’ το ένα θέμα στον άλλο, σκορπώντας ανούσιες διηγήσεις ή μοιράζοντας πολλές προσωπικές του ιστορίες; Λογικά όχι. Το πιο πιθανό είναι να βρίσκαμε καμιά δικαιολογία και να την κάναμε, αλλά και να καθόμασταν, θα μετράγαμε τα λεπτά μέχρι να ‘ρθει η στιγμή να φύγουμε και λογικά δε θα ξαναβγαίναμε μαζί του. Και δίκιο θα είχαμε, αφού θα χρειαστούμε παυσίπονα για να συνέλθουμε απ’ τον πονοκέφαλο.

Βέβαια, όπως όλα στη ζωή, η όλη υπόθεση έχει και τα θετικά της. Η πολυλογία κάποιου μπορεί να φανεί από εκτιμητέα ως και χαριτωμένη στον συνομιλητή του. Αντιλαμβάνεται πως ο άλλος είναι –υπερβολικά ίσως– ενθουσιασμένος, πως προσπαθεί να εντυπωσιάσει και σίγουρα δε βαριέται που είναι εκεί, μαζί του. Πως θέλει να μοιραστεί κομμάτια του εαυτού του και να κρατήσει όσο μπορεί τη συζήτηση αυτή, κι ας μοιάζει περισσότερο με μονόλογο. Όλα, όμως, θέλουν κάποιο μέτρο.

Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Harvard Business Review, πρέπει να δίνουμε προσοχή στο “Traffic Light Rule” («Κανόνας του Φαναριού Κυκλοφορίας»). Ο κανόνας αυτός δημιουργήθηκε απ’ τον Marty Nemko κι ορίζει πως ο ομιλητής έχει περίπου ένα λεπτό για να πει αυτό που θέλει, κι έπειτα πρέπει να δώσει τον λόγο σε κάποιον άλλο. Κατά τα πρώτα 30 δευτερόλεπτα μιας φράσης το φως σου είναι πράσινο: Ο ακροατής σου πιθανότατα σε προσέχει. Κατά τη διάρκεια των δεύτερων 30 δευτερολέπτων, το φως σου είναι κίτρινο: Ο ακροατής σου μάλλον έχει αρχίσει να εύχεται να τελειώσεις σύντομα. Μετά το όριο του ενός λεπτού, το φως σου είναι κόκκινο: Ναι, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις κατά τις οποίες μπορείς να τρέξεις για να προλάβεις το κόκκινο φανάρι. Όταν ο ακροατής σου είναι πλήρως αφοσιωμένος σε αυτά που λες και φαίνεται.

Αν μας αρέσει να μιλάμε πολύ, στην πραγματικότητα δεν είναι δικό μας λάθος. Όταν ξεκινάμε να μιλάμε για τον εαυτό μας, ο Mark Goulston του HBR εξηγεί πως το σώμα μας εκκρίνει ντοπαμίνη -γνωστή κι ως η ορμόνη της ευχαρίστησης. Ένας καλός κι απλός κανόνας για όσους μιλάνε πολύ, είναι να δίνουν συνεχώς προσοχή στο κοινό τους. Αν το άτομο στο οποίο μιλάνε αρχίζει να κουνιέται, να τους διακόπτει συνεχώς ή, κυριολεκτικά, να προσπαθεί να απομακρυνθεί από ‘κείνους, τότε μάλλον το έχουν παρακάνει, λέει ο Nemko.

Το πιο σημαντικό είναι να ‘μαστε ο εαυτός μας! Δε μας χρειάζεται ένα άτομο που θα μας ερωτευτεί γι’ αυτό που νομίζει ότι είμαστε ή γι’ αυτό που προσπαθούμε να είμαστε. Αργά ή γρήγορα, εξάλλου, θα φανεί το αληθινό μας πρόσωπο. Ούτε εμείς, βέβαια, θα θέλαμε να ερωτευτούμε κάποιον που δεν είναι ο εαυτός του.

Γι’ αυτό να χαλαρώσουμε και να πετάξουμε τα προσωπεία. Ούτε προβαρισμένους μονολόγους χρειαζόμαστε, ούτε επιτηδευμένες εμφανίσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού. Εξάλλου, δεν υπάρχει ωραιότερο απ’ τις οικείες σιωπές των ερωτευμένων.

 

Συντάκτης: Στέλλα Δημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη