«Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίση

Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε».

Μ.Χ

Έγραψε εκείνη για έναν έρωτα που άφησε ιστορία. Κι εκτός από την ιστορία τους γέννησε και μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα. Ανδρέας Εμπειρίκος-Μάτση Χατζηλαζάρου. Ο πρώτος γιατρός ψυχαναλυτής στη Ελλάδα και η ασθενής του. Και ένας έρωτας σε μια Ελλάδα πριν τον πόλεμο, το 1938.

Εκείνος γεννημένος το 1901 στη Ρουμανία, γόνος ναυτιλιακής εύπορης οικογένειας, μετά το διαζύγιο των γονιών του θα οδηγηθεί το 1926 στο Παρίσι του Μεσοπολέμου. Εκεί άλλωστε ωρίμασε και η απόφασή του να ασχοληθεί με τη ψυχανάλυση. Στα καφέ της Place Blanche, o νεαρός Εμπειρίκος θα ενταχθεί στην ομάδα των υπερρεαλιστών και θα ξεδιπλώσει το ταλέντο του στην ποίηση. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα θα καινοτομήσει φέρνοντας στις αποσκευές του την ψυχανάλυση, την οποία πλέον ασκεί και ως κατά κύριο επάγγελμά του. Στα γράμματα εμφανίζεται παράλληλα το 1935 με την «Υψικάμινο». Όλα έχουν πάρει το δρόμο τους, στον οποίο σύντομα έμελλε να μπει εκείνη μέσα.

 

 

Η Μάτση (Μαρία Λουκία) Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914. Μεγαλοαστικής καταγωγής, η οικογένειά της έζησε στη Νότια Γαλλία, τη Ρωσία, τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την οριστική τους εγκατάσταση το 1919 στην Αθήνα. Η ίδια πολύγλωσση, ανήσυχη και ανατρεπτική ταράζει ισορροπίες όταν στα 17 της το 1931 κάνει τον πρώτο της γάμο. Το 1937 χωρίζει και ξαναπαντρεύεται. Ένας γάμος που κράτησε μόλις ένα χρόνο. Με τα τραύματα δύο αποτυχημένων γάμων και το θάνατο των γονιών της οδηγείται στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο.

Ο Ανδρέας και η Μάρση γνωρίζονται το 1938. Εκείνη καταφεύγει στο ιατρείο του ως ψυαχαναλυόμενή του. Εκείνος προσπαθούσε να την πείσει πως η ζωή μας, αν δεν είχε χειμώνες, η Άνοιξη δε θα ήταν ευπρόσδεκτη, ούτε καν ευχάριστη. Η δύναμή μας δεν προέρχεται από τις νίκες μας αλλά από την πίστη μας να μη λυγίσουμε. Εκείνος και ‘κείνη και δυο χαρακτήρες που έβγαλαν στην επιφάνεια τον καλύτερό τους εαυτό ανακαλύπτοντας την ευτυχία ο ένας μέσα στον άλλο. Κόντρα στην ιατρική δεοντολογία ερωτεύονται παράφορα. Ο θεραπευτής και η θεραπευόμενη καταλήγουν σε γάμο το 1940.

«Ήσουν σαν μια σιγή που τη διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δε γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δε γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και ίσως και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θά’ ναι το ταξίδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων».

Το πάθος τους άγγιζε τα όρια της τρέλας. Λάτρευαν ο ένας τον άλλον. Η Μάτση ξεκίνησε να γράφει ποιήματα χρησιμοποιώντας ως ψευδώνυμο το όνομά του. Μάτση Ανδρέου. Και ήταν γι’ αυτή η απόδειξη της αγάπης της. Έζησαν τον απόλυτο παράλογο και πέρα από όρια έρωτα αυτόν που υμνούν οι υπερρεαλιστές. Έναν έρωτα χωρίς κανόνες, απαγορεύσεις και φραγμούς. Εκείνη ήταν η Μάτση του Ανδρέα και ‘κείνος της αφιερώνει τα ποιήματά του. Η έμπνευσή τους αμφίδρομη. Στίχοι της Μάτση απαντούν σε στίχους του Ανδρέα. Παίζοντας με τις λέξεις και με ένα λεξιλόγιο άκρως τολμηρά ερωτικά εκφραστικό. Απόλυτα δικό τους.

«Πάρε τη λέξη μου. Δώσε μου το χέρι σου» λέει ο Ανδρέας.

«Ναι: Ναι. Ό,τι δε φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας» απαντά η Μάτση.

Τελικά η ποίηση τούς κέρδισε περισσότερο απ’ ότι ο ένας τον άλλον. Υπέκυψαν πάνω της και της αφιερώθηκαν, χάνοντας ο ένας τον άλλον. Το άδοξο φινάλε μιας μεγάλης αγάπης με νικητή την ποίηση. Ακολουθώντας πλέον διαφορετικούς ερωτικούς δρόμους, το διαζύγιό τους είναι γεγονός το 1946.

Κι όμως, αυτός ο έρωτας ακολουθήθηκε πιστά σε όλη την πορεία τους. Γεμάτος με στοιχεία και από τους δυο τους. Δεν ξέφτισε και δε τον αφήσανε να παλιώσει. Ζούσε αποκλειστικά μέσα από την ποίησή τους. Η πρώτη της ποιητική συλλογή θα είναι αφιερωμένη «στον Ανδρέα» κι ενώ είχαν χωρίσει. Όπως και 40 χρόνια αργότερα το 1986, η Μάτση Χατζηλαζάρου αφιερώνει στον Ανδρέα Εμπειρίκο ένα ποίημά της.

«Θα ‘θελα εσένα, που η καρδιά σου πιάνει από τη διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο. Θα ‘θελα όποιοι και να ‘ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου, εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια, τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι, από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα· μαζί δε λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε».

 Εκείνος θα μιλήσει για τον έρωτα. Και τίποτα δεν είναι πρόστυχο στον έρωτα. Η ερωτική επιθυμία αποδίδεται με τον πιο ποιητικό τρόπο. Άλλωστε αυτό δεν είναι και η ποίηση;

 «Έτσι η βαθμιαία εξάπλωσις της συνουσίας μοιάζει με τα κρησφύγετα των ερωτευμένων

που παραμένουν ενωμένοι κι ως όρθιοι και ως εξαπλωμένοι μέσα στους πυκνούς θυσάνους των φωνηέντων τους.»

(Ανδρέας Εμπειρίκος)

 

 

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου