Στην Ιαπωνία οι διπλές αυτοχειρίες των εραστών έχουν τη δική τους λέξη: “Shinju”. Εκεί, οι ταυτόχρονες αυτοχειρίες των ερωτευμένων που δεν μπορούν να συνυπάρξουν (συνήθως λόγω κοινωνικών στεγανών και στερεοτύπων) είναι αρκετές καθώς πιστεύεται ότι με τον κοινό τους θάνατο θα ξαναβρεθούν μαζί στον άλλο κόσμο. Είναι λοιπόν, η ελπίδα της ελεύθερης συνύπαρξης στην μετά θάνατον ζωή που τους οδηγεί στο έσχατο κι απονενοημένο βήμα, εν αντιθέσει με τον δυτικό κόσμο που συναντάμε μυθικά, θρυλικά αλλά και πραγματικά ζευγάρια να οδηγούνται εκεί από απελπισία ή -για κάποιους- από «κακή συνεννόηση».

Ένα τέτοιο πραγματικό ζευγάρι που έβαλε τέλος στην ζωή του από απελπισία και «κακή συνεννόηση» είναι και ο Μιμίκος με την Μαίρη. Σίγουρα θα έχετε ακούσει τα στιχάκια:

«Στης Ακρόπολης τα μέρη/ αυτοκτόνησε  η Μαίρη/ -Ποια, ποια, ποια;/ Του Διαδόχου η νταντά!/
Στο σπιτάκι του αδίκως/ αυτοκτόνησε ο Μιμίκος/-Ποιος, ποιος, ποιος;/ Ο Μιμίκος ο γιατρός!»

Αυτό όμως που δεν είναι τόσο γνωστό είναι πως πρόκειται για αληθινά υπαρκτά πρόσωπα που έδωσαν τέλος στη ζωή τους γιατί δεν μπορούσαν να είναι μαζί. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για την ελληνική έκδοση του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας» του Σαίξπηρ, αλλά θεωρώ ότι η ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης είναι λίγο πιο τραγική –κυρίως γιατί δεν αποτελούν φανταστικούς χαρακτήρες μα πραγματικούς απεγνωσμένους νέους.

Το 1893, η επικοινωνία περιοριζόταν σε γράμματα. Η Μαίρη Βέμπερ, παιδαγωγός του εγγονού του βασιλιά κι ο Μιχαήλ Μιμίκος, δόκιμος στρατιωτικός ιατρός, είχαν γνωριστεί στον Βοτανικό Κήπο όπου συχνά έπαιζε ο διάδοχος του θρόνου και όπως είθισται τότε, επικοινωνούσαν δια αλληλογραφίας. Τότε, το να έχει μια γυναίκα ερωτικές σχέσεις, ακόμα και τις πιο αθώες του είδους, ήταν σχεδόν καταστροφικό για την υπόληψή της. Έτσι, η αποστολή των γραμμάτων γινόταν προς τη διεύθυνση της εργασίας του Μιμίκου στο νοσοκομείο.

Οι συναντήσεις τους επί 7 μήνες ήταν κρυφές κι όταν η Μαίρη αποφάσισε να ζητήσει την άδεια του πατέρα της για να παντρευτεί τον αγαπημένο της, εκείνος της το αρνήθηκε και λόγω της «ζημιάς» που υπέστη η φήμη της, σκόπευε να επισπεύσει τις διαδικασίες ώστε να παντρευτεί άμεσα κάποιον της έγκρισής του.

Η Μαίρη απελπισμένη έγραψε γράμμα στον Μιμίκο. Δεν έλαβε απάντηση κι έστειλε κι άλλο γράμμα κι έπειτα άλλο γράμμα, μα δεν έλαβε καμία απάντηση. Η Μαίρη πλέον ήταν απελπισμένη και δεν ήξερε τι άλλο μπορεί να κάνει. Έστειλε στον αγαπημένο της ένα γράμμα ακόμα, αυτή τη φορά τελεσίδικο: «Συνάντησέ με στην Ακρόπολη σήμερα το πρωί στις 11. Είμαι απεγνωσμένη. Αν δεν έρθεις, αυτοκτονώ.»

Πράγματι, η Μαίρη πήγε στην Ακρόπολη, όπως πήγαινε συχνά. Μπήκε στον Παρθενώνα, έκατσε στο νοτιότερο αέτωμα για περίπου 20 λεπτά περιμένοντας κι ύστερα βρέθηκε αιμόφυρτη στη βάση του ναού. Τη μετέφεραν στο κοντινότερο νοσοκομείο, το στρατιωτικό, μα ήταν αδύνατο να τη σώσουν. Πολλαπλές κακώσεις και εσωτερική αιμορραγία. Σε δύο ώρες η Μαίρη είχε πεθάνει.

Την ίδια μέρα ο Μιμίκος, αγνοώντας τι είχε συμβεί πήγε στο νοσοκομείο όπου δούλευε και συνάντησε μια ασυνήθιστη κινητικότητα. Έμαθε πως μια νεαρή κοπέλα είχε μεταφερθεί εκεί και είχε καταλήξει. Όταν είδε πως αυτή η κοπέλα ήταν η Μαίρη, κατέρρευσε και έλεγε πως θα τη συναντήσει. Ο Μιμίκος για 8 μέρες ήταν άρρωστος και δεν είχε πάει στο νοσοκομείο. Δεν είχε παραλάβει τα γράμματά της και δεν είχε ιδέα για το τι είχε συμβεί.

Ο Μιχαήλ Μιμίκος ήταν απαρηγόρητος. Διάβασε τα γράμματα της αγαπημένης του κι ας ήταν πια αργά και πήρε την απόφαση να την ακολουθήσει. Για να ξεγελάσει τον αδερφό του που τον επέβλεπε φοβούμενος ότι θα προβεί στην ίδια πράξη, προσποιήθηκε ρίγη και ζήτησε επιπλέον σκεπάσματα. Όταν ο αδερφός του επέστρεψε ο Μιμίκος είχε ήδη δώσει τέλος στη ζωή του, πυροβολώντας την καρδιά του.

Οι δυο αγαπημένοι δε θάφτηκαν μαζί εξ αρχής καθώς η οικογένεια του Μιμίκου αποφάσισε εκείνος να ταφεί στον οικογενειακό τους τάφο, όμως οι φίλοι τους είχαν αντίθετη γνώμη. Ξέθαψαν τη σωρό του δυο μέρες μετά και τη μετέφεραν στον τάφο της Μαίρης για να είναι μαζί έστω και στον θάνατο. Η πράξη της τυμβωρυχίας δεν τιμωρήθηκε καθώς παρενέβη η Βασίλισσα Σοφία που γνώριζε για την αγάπη τους κι είχε την ίδια άποψη με τους φίλους του ζευγαριού. Για χρόνια το μνήμα τους ήταν γεμάτο λουλούδια και η ιστορία τους ενέπνευσε λαϊκά άσματα και διηγήσεις ενώ έγινε και ταινία το 1958 από την Ρωμύλος Φιλμς με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Όπως στην αρχαία τραγωδία η Αντιγόνη κι ο Αίμονας, έτσι κι ο Μιμίκος και η Μαίρη επισφράγισαν τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους με τις διαδοχικές αυτοχειρίες. Για μένα, το επιμύθιο δεν είναι το «να συνεννοούμαστε καλύτερα», μήτε ο εξωραϊσμός του ανεκπλήρωτου και τραγικού. Προσωπικά κρίνοντας, όλες αυτές οι ιστορίες υπογραμμίζουν μέσα από τη δραματικότητά τους τη ματαιότητα στα κοινωνικά στερεότυπα.

Μπορεί χθες να ήταν η Γερμανίδα παιδαγωγός με τον Έλληνα στρατιωτικό, σήμερα να είναι ένα ζευγάρι διαφορετικών εθνικοτήτων ή ιδίου φύλου, λίγη σημασία έχει πραγματικά. Αν δυο άνθρωποι αγαπιούνται και επιθυμούν να είναι μαζί, τότε κανείς δεν μπορεί αυτό να το επικρίνει, να το στηλιτεύσει ή να το απαγορεύσει. Όπως γράφει και στο μνήμα της Μαίρης και του Μιμίκου: «Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι. Να μη χωρίσουν ποτέ η μία από την άλλη.»

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου