Οι περισσότεροι θα θυμούνται ακόμα την τελευταία χρονιά της σχολικής τους διαδρομής και την προσπάθεια που έκαναν για να καταφέρουν να εισέλθουν στη σχολή που επιθυμούσαν. Όλοι από μικροί μεγαλώνουν ακούγοντας για τα περιβόητα φοιτητικά χρόνια, που θα είναι μοναδικά και θα στοιχειώσουν όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Όλα αυτά δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες που προκαλούν το πρώτο σοκ, καθώς γκρεμίζονται, σε όποιον μαθαίνει ότι κατάφερε να περάσει στην παγωμένη και μικρή Φλώρινα.

Η αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας είναι ίδια∙ κλάμα και πάλι κλάμα. Με ένα παράπονο να προσπαθεί να βρει στο χάρτη (παλαιότερα) ή να γκουγκλάρει (για τους πιο σύγχρονους) πληροφορίες για την πόλη. Μέχρι να το πάρει απόφαση.

Με ένα αμάξι, λοιπόν, γεμάτο μπουφάν, γάντια, κουβέρτες και παπλώματα πηγαίνουν να εγκατασταθούν στην πόλη αυτή που θα γίνει η βάση τους για τέσσερα χρόνια, αλλά παντοτινή πόλη και δεύτερο σπίτι τους μέσα στην καρδιά τους.

Η πρώτη φράση που ακούγεται απ’ τους ντόπιους είναι πως στη Φλώρινα δύο φορές κλαις, μία όταν πας και μία όταν φεύγεις. Ίσως φαίνεται και μια παρηγοριά για τα κατσουφιασμένα πρόσωπα που καταφτάνουν στην πόλη απογοητευμένα, αφού φαντάζονταν τα φοιτητικά τους χρόνια σε μια ξέφρενη μεγαλούπολη.

Κι επειδή η ζωή αγαπάει να μας εκπλήσσει, η κρύα αυτή πόλη δεν αργεί να μετατραπεί στο πιο ζεστό και φιλόξενο στέκι για κάθε φοιτητή που καταλήγει σε αυτήν. Την εμπειρία αυτή μπορούν να την ζήσουν στο έπακρο όσοι δεν αργήσουν να καταλάβουν ότι δεν ήταν κάποια κατάρα που τους οδήγησε εκεί αλλά μια απίστευτη τύχη που θα τους προσφέρει τα πιο γλυκά, τρελά κι ανεπανάληπτα φοιτητικά χρόνια.

Όσοι υπήρξαν φοιτητές εκεί δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουν τα στενά της, την πόλη που καταλαβαίνεις και τις τέσσερις εποχές και τα απίστευτα χρώματα που παίρνει η φύση σε καθεμία από αυτές. Σε όλους μένουν χαραγμένες οι χειμωνιάτικες μέρες, που το χιόνι όχι μόνο δεν πτοούσε κανέναν, αλλά ήταν κίνητρο για να γίνουν οι ίδιοι αγγελάκια πάνω στον πεζόδρομο και να ζητήσουν ύστερα ζεστασιά σε κάποιο κουτουκάκι με καλή παρέα.

Πώς άλλωστε να λησμονηθεί μία πόλη που ξεκινούσαν δύο άτομα να πάνε για καφέ και μέχρι να κάτσουν τελικά στην καφετέρια γίνονταν δέκα; Μία πόλη που κατέληγαν όλοι μία παρέα και που κινούταν στο ρυθμό που έδιναν οι ίδιοι οι φοιτητές. Δεν έμεναν απλά σε μία πόλη, ήταν η ίδια η πόλη.

Εκεί τα φοιτητικά χρόνια είχαν πρόσωπο, κλίμα οικογενειακό που κατάφερνε να μαγέψει ακόμα και τον πιο δύσπιστο. Άλλωστε όλων τα προβλήματα λύνονταν ως δια μαγείας με μία βόλτα στο ποτάμι κι εκείνος ο σταυρός φώτιζε σαν να ήταν εκεί για να τους προσέχει όλους, μιας και γυρνούσαν πάντα και παντού εύκολα με τα πόδια.

Μέσα από όλα αυτά κυλάνε τα τέσσερα χρόνια σαν νεράκι και φτάνει η στιγμή που οι αναμνήσεις κι οι στιγμές μπαίνουν ξανά σε κούτες, πακετάρονται και παραδίδεται το κλειδί του σπιτιού.  Σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται και το δεύτερο κλάμα που έλεγε η φράση κι αυτό το κλάμα είναι ακόμα πιο δυνατό, γιατί περιέχει εικόνες, ανθρώπους, συναισθήματα που αναγκάζεται ο καθένας να αποχωριστεί.

Το κλάμα αυτό σφραγίζει και μία παντοτινή θέση της πόλης στην καρδιά του καθενός που θα κουβαλάει για όσο ζει. Μόνο όσοι πέρασαν από αυτή την πόλη μπορούν να νιώσουν το ρίγος που προκαλούν οι θύμισές της και τις φωτιές που ανάβει στις ψυχές πέρα απ’ τις γειτονιές της στις 23 Δεκεμβρίου, όπως το επιτάσσει η παράδοσή της.

Η Φλώρινα είναι εκεί για να δείχνει πως τα καλύτερα τελικά όντως έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις.

 

Συντάκτης: Μαρία Βίγλα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη