Ήταν ένα από εκείνα τα πρωινά στη δουλειά που είχα εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στον καφέ, όταν μπήκε μέσα η Χούμα, με την οποία είχα καιρό να συναντηθώ.

Η Χούμα γεννήθηκε σε μία μικρή πόλη του Πακιστάν. Βαθιά πιστή στον Ισλαμισμό, η οικογένειά της ακολουθούσε όλα τα ήθη και έθιμα που προέβλεπε η θρησκεία.

Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, αδύνατο και μικροκαμωμένο. Το μόνο που μπορούσες να διακρίνεις πίσω από την μαντήλα της, ήταν δύο γουρλωτά μάτια που αρκούσαν για να σου μεταδώσουν όλα της τα συναισθήματα.

Όταν την ρωτήσαμε που είχε χαθεί τον τελευταίο καιρό, μας είπε ότι είχε φύγει για ένα μήνα στο Πακιστάν για να παντρευτεί.

Εκεί ήταν που η συζήτηση έγινε πλέον πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τον αχνιστό μου καφέ.

Η Χούμα δέχτηκε προ δύο μηνών ένα ξαφνικό τηλέφωνημα, στο οποίο οι γονείς της, της έδωσαν πλήρη περιγραφή για το πόθεν αίσχες του γαμπρού.

Της έδωσαν βέβαια το δικαίωμα να διαλέξει αν τον θέλει ή όχι.

Μας είπε ότι ακουγόταν να ήταν καλή περίπτωση, οπότε δέχτηκε για να τελειώνει αυτή η ιστορία μία ώρα αρχίτερα.

Επέστρεψε στο Πακιστάν για τις προετοιμασίες. 

Δύο βδομάδες εργαζόταν πυρετωδώς για να οργανώσει τον τέλειο γάμο. Η μοδίστρα πηγαινοερχόταν, για να της ετοιμάσει το φανταχτερό γεμάτο διαμαντάκια νυφικό της, το οποίο ζύγιζε γύρω στα 10 κιλά όπως μας είπε και την βασάνιζε καθ’όλη την διάρκεια της μέρας του γάμου.

Μέσα σε εκείνες τις δύο βδομάδες, δεν της έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσει τον γαμπρό από κοντά, παρά μόνο από το τηλέφωνο.

Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ο ύπνος τα βράδια ερχόταν όλο και πιο δύσκολα, μιας και δεν ήξερε τι θα αντικρίσει στα σκαλιά της εκκλησίας.

Μας εξήγησε ότι το πρώτο βράδυ του γάμου τους, το πέρασαν γύρω από ένα τραπέζι, ανταλλάζοντας πληροφορίες για τις ζωές τους, με απώτερο σκοπό να γνωριστούν.

«Κάτι σαν πρώτο ραντεβού», μας είπε και κρυφοχαμογέλασε.

Όσο η Χούμα μας εξηγούσε τα διαδικαστικά τα οποία πρέπει να γίνουν για μπορεί να μετακομίσει ο σύζυγός της στην Αγγλία, η Αγγλίδα συνάδελφος την διέκοψε:

«Πώς άντεξες να φύγεις μακριά του μόλις παντρευτήκατε; Εγώ μετά τον γάμο δε μπορούσα να τον αφήσω λεπτό από την αγκαλιά μου.»

Η Χούμα μας είπε ότι της αρκεί να έχει τηλεφωνική επαφή μαζί του και υπογράμμισε ότι, ένας μήνας δεν έχει αξία μπροστά στο υπόλοιπο της ζωής του, που θα τον φροντίζει και θα τον υπηρετεί.

Για να σας προλάβω, πολλές από αυτές τις γυναίκες, είναι χαρούμενες που έχουν αυτή τη ζωή.

Δεν είμαι εδώ να κατηγορήσω καμία κοινωνία και καμία θρησκεία, που γαλουχεί τους ανθρώπους να ζουν στην δεκτικότητα και τον συμβιβασμό.

Πολύ απλά, έτσι έμαθαν να μεγαλώνουν, έτσι βλέπουν τους γύρω τους να εξελίσσονται  και δεν τους έχει περάσει ποτέ από το μυαλό το δικαίωμα της επιλογής.

Διαβάζοντας αυτό το κείμενο ίσως νιώσεις οίκτο για την Χούμα και για την κάθε Χούμα που υποχρεώνεται να συμβιβαστεί, να παντρευτεί και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της με έναν άντρα που δεν βγήκε ποτέ ραντεβού, δεν της έκλεψε ποτέ φιλιά έξω από το σπίτι της, δεν πολέμησε για να την κερδίσει.

Με έναν άντρα που δεν ερωτεύτηκε ποτέ.

Θα μιλήσω για μας τους Δυτικούς, τους προοδευτικούς, τους ανοιχτόμυαλους που καταφέραμε να κερδίσουμε ίσα δικαιώματα και μεταχείρηση.

Είμαστε εμείς, που στο τέλος, συμβιβαζόμαστε με τα καλούπια που μας πλασάρουν από μικρά παιδιά, ενώ μας δώθηκε πολλάκις η ευκαιρία  να δούμε την ευρεία των επιλογών μας.

Εμείς που συμβιβαζόμαστε με γάμους που μας κάνουν δυστυχισμένους, εμείς που μένουμε σε δουλειές που βαριόμαστε, εμείς που δεν ξεκαθαρίζουμε τα συναισθήματα μας, εμείς που μας νοιάζει τι θα πει ο πάρα δίπλα.

Είμαστε εκείνο, που η κοινωνία δεν θα μας λιθοβολήσει, ούτε θα μας σκοτώσει για τις επιλογές μας.

Έτσι αποφασίζουμε να πνίγουμε μόνοι μας τα  «θέλω» μας.

Για σήμερα λοιπόν, δεν θα πολεμήσω για τα δικαιώματα της Χούμας.  

Σήμερα θα στραφώ στον καθρέφτη και θα τον ρωτήσω ποια ήταν η τελευταία φορά που έσπασα τα καλούπια της προοδευτικής μου κοινωνίας.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα