Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας που λέει πως ό,τι δεν μπόρεσαν να πουν τα στόματα, τα επικοινωνούν τα σώματα. Κι η ώρα του αποχωρισμού είναι η καταλληλότερη για να αισθανθεί κανείς αυτόν τον κανόνα. Όλα εκείνα που κρύβονται μέσα σε μια τέτοια στιγμή, παίρνουν σάρκα κι οστά μπροστά σ’ αυτό που τρομάζει κάθε σχέση. Η ώρα του αποχαιρετισμού ήταν, είναι και θα είναι το δυσκολότερο κομμάτι για κάθε «μαζί». Κάθε πικρία, λατρεία, πόθος, πάθος, έρωτας, ζήλια και στέρηση γίνεται κίνηση στο κορμί, που συνοδεύεται από λέξεις που σε μπερδεύουν. Μπορεί το στόμα να φωνάζει «Φύγε» και το σώμα να πολιορκεί μια αγκαλιά -μένει να ξέρεις να το διαβάζεις.

Γιατί είναι πολλές οι φορές που δε διάβασες στο παρελθόν όσα έγιναν. Κι άλλες που τα διάβαζες πριν καν γίνουν. Την ώρα, όμως, του αποχωρισμού τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, καθώς έρχονται στην επιφάνεια όλα εκείνα που θα ‘χει να θυμάται ο καθένας απ’ αυτή τη σχέση. Σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για αναλύσεις και διαπραγματεύσεις. Κι απ’ την αρχή να το πάρετε ξανά, με περισσότερο χρόνο αυτή τη φορά, πιθανόν να καταλήξετε σε παρόμοια κατάσταση. Είναι, όμως, η στιγμή να συλλέξεις στις εμπειρίες σου τη γεύση του αποχωρισμού. Κι η γεύση αυτή δεν είναι άλλη απ’ τον τρόπο με τον οποίο θα νιώσετε ο ένας τον άλλον, ίσως για τελευταία φορά.

Σίγουρα δεν είναι όλοι οι αποχωρισμοί στρωμένοι με ροδοπέταλα στο κρεβάτι κάνοντας έρωτα για τελευταία φορά. Πολλοί είναι εκείνοι που ελαφραίνουν απ’ την αναχώρηση του ανθρώπου που είχαν επιλέξει για κάποιο χρονικό διάστημα. Κι αυτοί ακόμα, τη στιγμή που βρίζουν και πετάνε πράγματα σε τοίχους και πατώματα, ελευθερώνονται απ’ τα δεσμά της γλώσσας τους. Τα δεσμά εκείνα που δεν άφησαν ποτέ να λυθεί και να πει με παράπονο όλα όσα κρατούσε η ψυχή. Ευχές και πολιτισμένοι χωρισμοί δεν είναι γι’ αυτούς το πιθανότερο σενάριο. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είναι εκείνοι που ζουν με πάθος τη στιγμή αυτή. Εξωτερικεύουν τα καταπιεσμένα συναισθήματα με νευρικές κινήσεις, ένταση κι έναν τόνο στη φωνή τους απότομο.

Όπως κι οι άνθρωποι που μπορεί να μη συμφωνούν σ’ αυτήν τη συνθήκη, αλλά δεν μπορούν και να κάνουν κάτι. Γιατί δε φτάνει να θέλει μόνο ένας απ’ τους δύο να μείνει ο άλλος. Με γρήγορες κινήσεις ή νευρικότητα στο βηματισμό και με ευχές που δεν είναι από καρδιάς, λέγεται το αντίο και παράλληλα, ένα «γιατί» που αρχίζει και τρώει τα σωθικά. Ερωτήματα που ίσως να μην απαντηθούν ποτέ, εκτοξεύονται σε υποτιθέμενες ερωτήσεις που δείχνουν το ενδιαφέρον. Μια έμμεση αμεσότητα που πολιορκεί την παρουσία για ένα λεπτό παραπάνω. Μια πιθανή αλλαγή στην όλη διαδικασία, που ίσως αποκομίσει απαντήσεις.

Πράγμα δύσκολο! Γιατί κι εκείνος που φεύγει δεν είναι πάντα ο κακός της υπόθεσης. Κι αυτό γιατί δε μάθαμε να διαβάζουμε τι έχουν να μας πουν τα σώματα αυτών που φεύγουν. Μια σειρά από μάταιους βηματισμούς κι ορθό ανάστημα για να μη λυγίσει και βρουν διέξοδο τα συναισθήματα. Ένα «καλή τύχη» που, ταυτόχρονα, δέρνει τον εαυτό του, γιατί δεν ήταν εκείνος η καλή τύχη τελικά. Ένας νέος δρόμος, όχι έτσι όπως τον ονειρεύτηκαν όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Μια φωνή που τρέμει κι ένα βλέμμα που αδυνατεί να δει στα μάτια αυτά που αφήνει πίσω δε σημαίνουν πάντοτε δειλία και λαχτάρα για φυγή.

Είναι όλοι οι φόβοι που ‘χει μέσα του γι’ αυτόν που μένει πίσω, και δε θα μπορεί πλέον να τους αποκρούσει. Είναι τα όνειρα που δεν πρόλαβε να δει να γίνονται πραγματικότητα, κι απλά δεν έχει λόγια να τα περιγράψει. Το κεφάλι που σκύβει μαρτυρά πως ο χρόνος δε νικιέται. Όπως ακριβώς αντίθετα πιστεύουν εκείνοι που προσπαθούν να απαλύνουν την ατμόσφαιρα μ’ ένα «όλα καλά θα πάνε» και με ζεστές αγκαλιές, που μέσα τους κρύβουν την απελευθέρωση. Το πράσινο φως για εκείνα που στερήθηκαν σ’ αυτή τη σχέση και τώρα, με την ίδια ματαιόδοξη τρέλα, πιστεύουν πως θα τα βρουν φεύγοντας.

Η αλήθεια λένε ότι κρύβεται κάπου στη μέση. Αλλά σ’ ένα χωρισμό δεν υπάρχει μέση. Ένας χωρισμός φέρνει δύο άκρα, κι αυτά έχουν το κάθε δικαίωμα να την υπερασπιστούν με όσα μέσα διαθέτουν. Όπως ακριβώς την υπερασπίστηκαν την ώρα του αποχωρισμού. Είτε με τα σώματά τους να φωνάζουν «επιτέλους» είτε με το να μην μπορούν να γυρίσουν προς την αλλαγή που έρχεται. Το εύκολο είναι αυτό. Να δουν κι οι δύο πως η αλλαγή έρχεται. Το δυσκολότερο είναι, εκείνη η στιγμή που η πόρτα ανοίγει και δεν ξέρεις αν βλέπεις τον άνθρωπο αυτόν για τελευταία φορά, να δεις τι γεύση σου αφήνει.

Εκεί θα καταλάβεις και τι αξίζεις τελικά. Γιατί για κάποιους όλοι αξίζουμε τα πάντα. Το θέμα είναι για εμάς. Είμαστε για εμάς ικανοί να δώσουμε τα πάντα;

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη