Πάντα με τραβούσε το «σωστό»και το «λάθος». Πάντα έψαχνα να βρω τους νόμους που ορίζουν τα «πρέπει» και τα «μη». Πίσω από πολλά, γιατί κρυβόταν ένα σαράκι που όλο δεν έλεγε να ησυχάσει αν δε βρει απάντηση. Μέχρι που στράφηκα στη φύση. Να βρω εκεί νόμους που κάνουν τα πράγματα «κανονικά», «φυσιολογικά». Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να καθησυχάσω τον αναβρασμό στο θέμα της παρανομίας. Μέχρι που βρήκα το νόμο της βαρύτητας. Οτιδήποτε δεν ακουμπά στη Γη, καταλήγει σ’ αυτήν, εκτός κι αν ίπταται. Κι επειδή όλες μου οι απόπειρες να καταρρίψω το μύθο της βαρύτητας έγιναν τροφή για γέλιο, άρχισα να ψάχνω τους νόμους των ανθρώπων.

Τα όρια που έχουν θέσει ως άτομα, οικογένειες, παρέες, συνεργάτες, κοινωνίες, κράτη, έθνη. Οι ταμπέλες που πάσχιζα να πέσω με τα μούτρα πάνω τους νομίζοντας ότι θα καταφέρω να τις καταστρέψω. Μέχρι που άρχισα να ματώνω. Το κεφάλι μου άρχισε να αποκτά σημάδια και τα χέρια μου αλλάξανε όψη. Τα μάτια μου ξεράθηκαν από τα δάκρυα και τα πόδια μου δεν μπορούν πια να με αντέχουν να πασχίζω να προσπαθώ τ’ αδύνατα. Να πασχίζω να σε βρω πίσω απ’ αυτά που μια ζωή απωθώ. Πίσω από κουρτίνες ή μάσκες που ‘χεις φορέσει για να βαπτίσεις τη ζωή σου με ευτυχία.

Οικογένεια. Έχεις δημιουργήσει μια οικογένεια και δεν μπορείς να καταλάβεις πως πλέον την καταστρέφεις. Μου λες πως δε γίνεται να αφήσεις αυτό το σπουδαίο δημιούργημα, την ευλογία του Θεού, για να ζήσεις μια τρέλα και, ταυτόχρονα, πολιορκείς με κάθε αντίτιμο την τρέλα μου. Την δική μου τρέλα. Μέσα απ’ αυτήν που πλέον παίρνεις ανάσες για να τη βγάλεις. Δεν είναι κακό, ξέρεις, να παραδέχεσαι στον εαυτό σου πως δεν τα ‘χεις καταφέρει και καλά. Είναι εύκολο να είσαι υπερήφανος για κάτι που το κάνεις να μοιάζει τέλειο. Θέλει όμως ψυχή για να ‘σαι υπερήφανος για κάτι που δεν είναι τέλειο, αλλά είναι αληθινό.

Όπως τις σχέσεις που δεν παραδέχτηκες ποτέ πως είχες για να μη χωρίσεις. Για να μη χαλάσεις το αριστούργημα που θέλει να βλέπει ο κόσμος. Κι ύστερα, τι; Πέφτεις το βράδυ ήσυχος και κοιμάσαι; Με τι συνείδηση; Ότι έκανες υπερήφανο τον κόσμο; Συγχαρητήρια. Στο δρόμο σου όμως για την ευτυχία του κόσμου, που νομίζεις ότι και τα παιδιά σου θα ‘ναι ευτυχισμένα, εκείνα βλέπουν μια δεύτερη ζωή ανέγγιχτη, που δε βρήκε το δρόμο για το φως και την αλήθεια. Και ποιο το φως τελικά και ποια η αλήθεια;

Θέλει μεράκι για να βρεις το φως σου. Τσαγανό να κοιτάξεις τις επιθυμίες κι ύστερα να γίνεις ο ήρωας που θα τις κυνηγήσει. Επιβάλλεται να πονέσεις για να αντέξεις την αλήθεια χωρίς μάσκες στο πρόσωπό σου. Ξέρω, είναι αλλόκοτο αυτό που περιγράφω, γιατί δε συνηθίζεται να μιλάει κανείς στις μέρες μας χωρίς μάσκες. Μα είναι το παράπονο για ‘κεινη τη ριμάδα τη ζωή που μια φορά σου δίνεται και το μόνο που περιμένει είναι να την ευχαριστηθείς. Τι να περιμένει κανείς άραγε από μια ζωή που έχει ζουμί στα παρασκήνια; Τι να συμβαίνει άραγε στο νου εκείνων που πιστεύουν ότι ζουν ευτυχισμένοι μέσα στα κατάλοιπα των δικών τους περιοριστικών νόμων;

Αυτό που έψαξα στη φύση δεν το βρήκα ποτέ. Είναι τόσο τέλεια η φύση που με κάνει να ψάχνω το ποιόν της ανομίας στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτές που με κόπο πολεμώ να καταστρέψω. Ή και να δημιουργήσω ίσως. Γιατί πίσω από «νόμους» και «κανονικότητες», κρύφτηκαν οι μεγαλύτερες απάτες. Πίσω απ’ τις μεγαλύτερες αγάπες, υπήρχαν τα μεγαλύτερα ψέματα. Πίσω απ’ τις πιο φωτεινές μαρκίζες, υπήρχαν οι μεγαλύτερες πληγές. Πληγές που ποτέ δεν πήραν το δρόμο της ίασης. Ψέματα που ποτέ δεν αντίκρισαν το θάρρος και την συγγνώμη. Απάτες που ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν. Κι όλα αυτά πάνω σε ανθρώπινες ζωές, σε ανθρώπινες σχέσεις.

Μ.

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.