Καλοκαίρι κι εγώ απολαμβάνω τη νύχτα στη βεράντα μου.

Ξαφνικά φωνές και ουρλιαχτά. Βγαίνω απ’το διαμέρισμά μου, μπαίνω στο ασανσέρ και σταματάω στον τρίτο, που γίνεται χαλασμός Κυρίου.

Η πόρτα ανοίγει και βλέπω τη Σοφία να μπαίνει μέσα κλαίγοντας με λυγμούς. Φτάνουμε στην είσοδο και προσπαθώ να την ηρεμήσω, αλλά μάταιο.

«Πάρε με από δω σε παρακαλώ, σου το ζητάω σαν χάρη», λέει και πέφτει στην αγκαλιά μου.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι αναστεναγμοί της.

Η Σοφία, είκοσι χρονών, φοιτήτρια Νομικής και μοναχοπαίδι. Καθόλου κακομαθημένη, με ένα χαρακτήρα σκέτο διαμάντι.

Η μόνη ατυχία της, (αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια), είναι ότι μεγάλωσε σε μια οικογένεια με μια μάνα που παντρεύτηκε στα είκοσι, παράτησε σχολές και όνειρα στη μέση για χάρη ενός έρωτα, εξαφανίστηκε από φίλους και γνωστούς κι έπεσε με τα μούτρα στην ανατροφή της κόρης της.

Ο γάμος των γονιών της, δεν κράτησε περισσότερο από πέντε χρόνια.

Η Ελένη, η μάνα της Σοφίας, ανέλαβε όλο το βάρος του μεγαλώματός της.

Ωστόσο υπήρξε πολύ αυστηρή ως μητέρα. Την πίεζε πολύ στο διάβασμα, δεν της επέτρεπε να παίξει στις πλατείες, να πάει σε πάρτι. Δεν αποδεχόταν την αποτυχία.

Στις μόνιμες γκρίνιες της Σοφίας για περισσότερο παιχνίδι, η απάντηση ήταν πάντα ίδια «όταν μεγαλώσεις, θα έχεις χρόνο γι’αυτά που θες.»

Κάπως έτσι περνούσαν τα χρόνια. Με μια Σοφία προσκολλημένη στις διαταγές της μαμάς της.

Μια Σοφία ακοινώνητη και εσωστρεφής, μακριά από φιλίες κι έρωτες, μιας και ειδικά οι δεύτεροι, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της μαμάς, θα ήταν η καταστροφή της.

Τα κατάφερε και μπήκε στη Νομική. Άλλο ένα χατίρι της μαμάς εκπληρώθηκε.

Αβάσταχτο το βάρος, να έχεις αναλάβει εργολαβία τη χαρά ενός άλλου ανθρώπου. Κι αυτό το βάρος, είχε πέσει ολόκληρο στις πλάτες της.

Δε ζούσε τη ζωή της. Ζούσε τη ζωή της μάνας της. Τη ζωή που δεν πρόλαβε ή δεν πέτυχε να ζήσει εκείνη. Κι όλα αυτά τα κενά, έγιναν απωθημένα. Απωθημένα κι αργότερα απαιτήσεις στο πρόσωπο της Σοφίας.

Ούτε που θυμάται η Σοφία, πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανε κάτι για τον εαυτό της. 

Μάνες σαν την Ελένη, υπάρχουν εκεί έξω δεκάδες. Μάνες αξιοθαύμαστες, που πρέπει να τους βγάλεις το καπέλο, για τις ευθύνες που ανέλαβαν μόνες. Για τη δύναμη της ψυχής τους. Είναι όμως και οι ίδιες μάνες, που φόρτωσαν τις παιδικές τσάντες των παιδιών τους, με πέτρες ασήκωτες, με ευθύνες δυσανάλογες της ηλικίας τους. Που σκότωσαν μια ώρα αρχύτερα την παιδικότητά τους.

Για όσα δεν κάναμε, για όσα δειλιάσαμε ή βάλαμε σε δεύτερη μοίρα, φταίμε εμείς. Όχι τα παιδιά μας.

Αυτά πρέπει να ξεκινήσουν τη ζωή τους, σε σελίδες λευκές. Σελίδες που θα ζωγραφίσουν μόνα τους, με τα χρώματα που εκείνα θα επιλέξουν.

Το να πιέσεις ένα παιδί να ακολουθήσει το επάγγελμα που εσύ ονειρεύτηκες, που εσύ δεν κατάφερες, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, είναι ό,τι χειρότερο.

Το να πείσεις ένα παιδί πως ο έρωτας δεν είναι παρά μια μεγάλη φούσκα, το μόνο που καταφέρνεις είναι να του στερείς τη μεγαλύτερη μαγεία της ύπαρξής μας.

Τα προστατευμένα περιβάλλοντα, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης.

Και όταν το παιδί γίνει ενήλικας και βγει στην πραγματικότητα, πρέπει να είναι οπλισμένο με δύναμη, με απόφαση και με αυτοπεποίθηση για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα.

Όσο μεγαλεπήβολα κι αν είναι τα όνειρά σου για εκείνο, μην ξεχνάς πως αυτό έχει τα δικά του.

Σεβάσου τα.

Συντάκτης: Αγγελική Μαρμαγκιώλη