Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι παίρνουμε κάποιες αποφάσεις και πορευόμαστε αναλόγως. Ακόμη κι αν οι επιλογές μας δεν εξακολουθούν να μας γεμίζουν, έχοντας δημιουργήσει τις συνθήκες της ζωής μας σύμφωνα μ’ αυτές, συνεχίζουμε την πορεία μας και μοιάζουμε αποφασισμένοι να μην αλλάξουμε ρότα ό,τι κι αν προκύψει. Ίσως γιατί θεωρούμε ότι τίποτε δε θα είναι τόσο σημαντικό, ώστε να μας ανατρέψει τα δεδομένα μας.

«Κάποιος» όμως έχει αντίθετη άποψη. Θεός, μοίρα, σύμπαν, πεπρωμένο, ανώτερες δυνάμεις, όπως θες πες το. Σε βλέπει να προγραμματίζεις και να σχεδιάζεις και κρυφογελάει. Κάπως έτσι συνέβη και με την Άννα μας, την ηρωίδα της σημερινής μας ιστορίας, που στο πρόσωπό της ίσως ανακαλύψουμε κάτι από εμάς.

Η Άννα, μητέρα δύο παιδιών στην εφηβεία και παντρεμένη εδώ και χρόνια, επαναπαύτηκε ζώντας μια ζωή συμβατική μ’ ένα σύντροφο που η σχέση τους περισσότερο έμοιαζε με αδερφική παρά με ερωτική. Στο πέρασμα των χρόνων, η καθημερινότητα, η τριβή, η συνήθεια, η ρουτίνα, συνέβαλαν στο να απομακρυνθούν σαν ζευγάρι με το σύζυγό της και να δένονται μόνο με βαθιά αγάπη κι εκτίμηση, παραμερίζοντας καθετί που θύμιζε πόθο, έρωτα και πάθος. Πίστευε πως αυτή θα ήταν η ζωή της από ‘δω και πέρα και το είχε αποδεχτεί, γιατί δεν είναι εύκολο να ξεβολεύεσαι κι ειδικά μην ξέροντας για πού βαδίζεις.

Φτάνει όμως μια στιγμή, μία μικρή στιγμούλα μέσα στο χρόνο, που ο έρωτας συναντάει την ψυχή σου, όπως λέει κι ο μύθος και τότε αναποδογυρίζει ο κόσμος σου, τον οποίο τόσο προσεχτικά είχες τακτοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό συνέβη και στην Άννα, ένα χειμωνιάτικο βράδυ.

Έπρεπε να παρευρεθεί σε μια συγκέντρωση, από εκείνες τις βαρετές, όπου όλοι φοράνε τα «καλά» τους, ντύνονται, στολίζονται και λένε τα ίδια και τα ίδια. Κουτσομπολιά, πολιτική, οικονομική κρίση, κοινωνικές εκδηλώσεις κι όλα τα παρόμοια. Κανένα απολύτως ενδιαφέρον για εκείνη, που ειλικρινά πολύ θα το ήθελε να βάλει μια ταινία και ν’ αράξει στον καναπέ της μπροστά στο τζάκι.

Μην μπορώντας να το αποφύγει, αποφάσισε να το «απολαύσει» τουλάχιστον, κερδίζοντας τις εντυπώσεις με την εμφάνισή της. Κάτι που της έγινε άμεσα αντιληπτό με την είσοδό της στο χώρο της συγκέντρωσης. Βλέμματα στραμμένα πάνω της, άλλα με θαυμασμό κι άλλα με κακεντρέχεια.

Ψίθυροι και ψεύτικα χαμόγελα, ως συνήθως. Έριξε γύρω της μια γρήγορη ματιά, αποφασισμένη να βρει γρήγορα ένα ποτό για να κρατάει. Όχι ότι χρειαζόταν το αλκοόλ, απλώς για να ξεπεράσει την αμηχανία και τη βαρεμάρα της.

Το βλέμμα της σκαλώνει στο δικό του. Της χαμογελάει. Αυτό το χαμόγελο που κάτι της θύμιζε μα ταυτόχρονα την έκανε να ξεχάσει ακαριαία το χώρο και το χρόνο που βρισκόταν. Μούδιασε κι ένιωσε σαν να ξαναγυρίζει στην εφηβεία. Ο έρωτας, ο ενθουσιασμός, το φλερτ ήταν έννοιες που η Άννα είχε κλειδώσει κάπου μέσα της εδώ και χρόνια. Κι εμφανίστηκε εκείνο το βράδυ απ’ το πουθενά ένας άντρας να κρατάει το κλειδί, για να την ξεκλειδώσει φέρνοντας στην επιφάνεια όσα με προσοχή είχε θάψει.

Κάποιος τους σύστησε, μα δε θυμόταν ποιος, κάποιοι τους μιλούσαν μα δεν τους άκουγαν. Θυμήθηκαν ότι κάποτε είχαν ξανασυναντηθεί. Ίσως γι’ αυτό να αισθανόταν τόσο γνώριμο το πρόσωπό του και τόσο οικείο το χαμόγελό του. Ίσως όμως, απλώς να τον αναζητούσε από πάντα και να τον είχε πλάσει η φαντασία της σαν το ιδανικό της.

Η ώρα κυλούσε και τα βλέμματα γίνονταν όλο και πιο βαθιά, αναζητώντας μυστικά και ξεσκεπάζοντας ξεχασμένα συναισθήματα. Χαμόγελα ευτυχίας στον αέρα που μοιράζονταν για την αναπάντεχη συνάντηση ή απλώς για την ύπαρξη του καθενός τους.

Η βραδιά τελείωσε κι αντάλλαξαν τυπικές χειραψίες κι υποσχέσεις για μελλοντική συνάντηση. Η Άννα γύρισε σπίτι μα δεν έκλεισε μάτι. Το στρώμα έμοιαζε με καυτή λάβα ηφαιστείου που την περικύκλωνε αργά και βασανιστικά. Πώς θα ξεχνούσε το πρόσωπό του, πώς θα ξημέρωνε χωρίς να τον ξαναδεί, πώς θα γυρνούσε στην καθημερινότητά της;

Δυο μέρες δεν τη χωρούσε ο τόπος. Κοιτούσε το κινητό της συνεχώς. Κι ας μην του είχε δώσει το τηλέφωνό της κι ας μην είχαν στα χέρια τους κανένα στοιχείο πέρα από ένα όνομα. Κι όμως όταν κάποιος θέλει, βρίσκει τρόπους και δρόμους και κάνει τ’ αδύνατα, δυνατά. Αυτό σκεφτόταν και την τρίτη μέρα ένα αίτημα φιλίας από εκείνον ήταν το εναρκτήριο βήμα γι’ αυτούς τους δυο ανθρώπους.

Μηνύματα, τηλεφωνήματα, βιντεοκλήσεις, όλα έγιναν μέσα έκφρασής τους. Λόγια ανείπωτα, ανάσες γεμάτες ζωή κι ένταση. Η Άννα θυμήθηκε ότι εκτός από μάνα και σύζυγος, εξακολουθούσε να είναι γυναίκα. Μια γυναίκα που ο άντρας της είχε πάψει να ποθεί και ν’ αναζητάει κι οι ερωτικές τους συνευρέσεις ήταν μια τυπική διαδικασία, χωρίς ίχνος πάθους και καύλας. Απλώς ικανοποίηση βιολογικών αναγκών.

Κι όμως όλα ξύπνησαν στην παρουσία του. Κάθε της κύτταρο τον αναζητούσε. Κάθε της σκέψη ήταν χάρισμά του. Απιστία, προδοσία, μοιχεία σαν φωτεινές επιγραφές ν’ αναβοσβήνουν στο μυαλό της. Ποιον πρόδιδε; Το γάμο της; Τον εαυτό της; Εκείνον; Όλα κουβάρι. Πού είναι η αρχή και πού το τέλος; Κόλαση και παράδεισος μαζί.

Μα πώς να τον αρνηθεί; Θυμήθηκε να γελάει αληθινά. Ν’ ακούει  μουσική και να σημαίνει κάτι. Θυμήθηκε πόσο όμορφη ήταν. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά. Στα λόγια του ξαναγάπησε τον εαυτό της. Αυτόν τον ξεχασμένο. Άρχισε να ονειρεύεται. Ν’ αναζητάει τη μυρωδιά του στον αέρα που αναπνέει.

Να κοιτάζει τον ουρανό και να σκέφτεται ότι τα μάτια του είναι στραμμένα στο γαλάζιο του και μοιράζονται έστω αυτό το κάτι. Ήταν μόνο η Άννα για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Ένα μήνυμά του, μια αφιέρωση, ο ήχος της φωνής του, ένα συνονθύλευμα που την παρέσερνε μέρα με τη μέρα σ’ έναν κόσμο ξεχασμένο, ίσως κι άγνωστο ως τώρα.

Η ζωή της διέψευσε κάθε «ποτέ» που είχε ορθώσει λόγω των «πρέπει» που την ακολουθούσαν. Ήθελε να τον αγγίξει, να τον μυρίσει, να νιώσει την αγκαλιά του, το φιλί του. Απ’ τη μια οι τύψεις κι οι ενοχές κι απ’ την άλλη, εκείνος να στέκεται δυνατότερος από κάθε ενδοιασμό της. Δύσκολο ν’ αποφασίσεις αν το σώμα θα υποκύψει, ακολουθώντας το μυαλό.

Δύσκολο ν’ αποφασίσεις μέχρι πού φτάνει το δικαίωμά σου, για ν’ ακολουθήσεις τον έρωτα. Η Άννα, κοντά στα σαράντα της, καλέστηκε απ’ τη ζωή ν’ απαντήσει στο δίλημμα: «χωρίζω για να θυμηθώ τη γυναίκα ή συνεχίζω, όπως είμαι, ξεχνώντας με και βάζοντας προτεραιότητα την ευτυχία των παιδιών μου;»

Μήπως όμως τελικά τα παιδιά μας είναι ευτυχισμένα, όταν είμαστε αληθινά ευτυχισμένοι κι εμείς; Καλό είναι να το θυμόμαστε κάθε φορά που αναβάλλουμε μια απόφαση που θα επηρεάσει τη ζωή τους. Ευτυχία δε σημαίνει είναι παρόν το κορμί κι απουσιάζει η ψυχή και το μυαλό, ούτε όμως κι ότι θυσιάζω τα πάντα στο βωμό του έρωτα, μη λαμβάνοντας υπόψιν τις συνέπειες.

 

Επιμέλεια κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Νάννου Αναστασία.

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Άννας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη