Η ιστορία της Ελένης είχε μία πρωτότυπη αρχή. Όλα ξεκίνησαν σχεδόν τηλεπαθητικά μέσω instagram περίπου μισό χρόνο πριν. Κάπως έτσι γνωρίστηκαν. Η μια να κάνει like κι η άλλη να ανταποδίδει. Όμως τα likes αυτά απ’ ό,τι αποδείχθηκε, είχαν κάποιον απώτερο σκοπό καθώς συνεχίστηκαν και μάλιστα με ακόμα πιο εντατικούς ρυθμούς.

Άρχισαν δηλαδή σιγά-σιγά να λειτουργούν σαν ένα πρώτο είδος επικοινωνίας μεταξύ των δύο γυναικών καθώς και σαν ένας τρόπο να κεντρίζει η μία το ενδιαφέρον της άλλης δίχως ωστόσο να προκαλούν κάτι το οποίο ήταν βασικό καθώς τον καιρό που ξεκίνησε όλο αυτό διατηρούσαν κι οι δύο σχέσεις.

Η σχέση της Έλενης, όμως, δε λειτούργησε γι’ αυτήν ως ανασταλτικός παράγοντας στο καινούριο αυτό ειδύλλιο που έκανε δειλά για πρώτη φορά την εμφάνιση του στο μυαλό της. Βλέπετε όταν θες κάτι πολύ όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες, θα κάνεις τα πάντα προκειμένου να το δεις τελικά να πραγματώνεται.

Έτσι, λοιπόν, η επικοινωνία τους συνεχίστηκε ακόμα κι όταν η Ελένη αποφάσισε να πάει με την τότε σχέση της διακοπές στην Αίγινα. Δεν πέρασε, όμως, και πολύ μέχρι να καταλάβει πως κι η Νίκη βρισκόταν στο νησί την ίδια περίοδο. Όμως παρ’ όλο τον ενθουσιασμό τους, δεν επιδιώχθηκε καμία συνάντηση.

Κι ας την αναζητούσε η Ελένη κάθε φορά που κυκλοφορούσε στους δρόμους του νησιού, κι ας ευχόταν να  βρεθούν έστω και τυχαία για λίγο στον ίδιο χώρο. Μάταια. Έπρεπε να επιστρέψουν κι οι δύο στην Αθήνα για να κατορθώσουν να βρεθούν από κοντά.

Η πρώτη τους συνάντηση, λοιπόν, διαδραματίστηκε στο μαγαζί όπου η Ελένη δούλευε ως σερβιτόρα. Εκείνη τη μέρα το μαγαζί ήταν γεμάτο κι η Ελένη έτρεχε σαν την τρελή προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πελατών. Όμως όταν μπήκε η Νίκη για πρώτη φορά στο μαγαζί, ο χρόνος λες και σταμάτησε για να τους δώσει το χρόνο που τόσο καιρό είχαν σπαταλήσει η μία μακριά απ’ την άλλη.

Τι κι αν το μαγαζί ήταν γεμάτο, δεν τις ενδιέφερε. Τα βλέμματά τους είχαν πάρει φωτιά. Η έλξη ήταν πέρα για πέρα αληθινή, ενώ τα λόγια έμοιαζαν να περισσεύουν μπροστά σ’ αυτό το διάλογο των συναισθημάτων.

Τέσσερις ώρες μετά κατάφεραν να ξεκολλήσουν η μία απ’ την άλλη. Όμως λίγο αφότου έφυγε η Νίκη, η  Ελένη συνειδητοποίησε πως για να ανοίξει νέες παρτίδες  στο παρόν, έπρεπε πρώτα να κλείσει τις ήδη υπάρχουσες στο παρελθόν. Έτσι την επόμενη κιόλας μέρα αποφάσισε να χωρίσει καθώς –όπως πίστευε και η ίδια– για να έχεις χώρο μέσα σου για ένα καινούριο άτομο, σημαίνει ότι είσαι έτοιμος να προχωρήσεις μπροστά.

Αυτό που αγνοούσε, όμως, η Ελένη ήταν πως κι η Νίκη κουβαλούσε στους ώμους της μία σχέση. Όταν, λοιπόν, η Νίκη τελικά της το εκμυστηρεύτηκε, εκείνη έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Ένιωσε πως δεν είχε πλέον κάπου να στηρίξει τις ελπίδες της. Το βράδυ της ίδιας μέρας βρέθηκαν σε διπλανές παρέες στο ίδιο κλαμπ. Εύκολα το χαρακτήριζες βασανιστικό. Οι δύο τους να συμπεριφέρονται σαν ξένοι, αλλά σε κάθε δήθεν τυχαίο άγγιγμα των χεριών τους, η έλξη να κατακλύζει το χώρο.

Την επόμενη μέρα η Ελένη πήγε στο μαγαζί που δούλευε η Νίκη για να της κάνει παρέα. Το είχαν κανονίσει ήδη απ’ το προηγούμενο βράδυ λίγο προτού οι παρέες τους χωριστούν. Κάποια στιγμή μέσα από διάφορες συζητήσεις, η Νίκη είπε πως είχαν ξαναβρεθεί πάλι, περίπου δέκα χρόνια πριν.  Ποιος να το φανταζόταν! Πώς να μην πιστέψεις μετά ότι και η ίδια η ζωή προσπαθούσε να τις φέρει κοντά;

Όταν πια έφτασε η ώρα να κλείσει η Νίκη το μαγαζί, η Ελένη προσφέρθηκε  να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της. Ένιωθε έντονη την ανάγκη να μείνει όσο περισσότερο γίνεται κοντά της. Έτσι κι έγινε λοιπόν. Κι όταν ήρθε η ώρα να χωριστούν λες κι ένας μαγνήτης  να κρατούσε κοντά τη μία στην άλλη δίχως δυνατότητα διαφυγής.

Το επόμενο πρωί η Νίκη  ανακοίνωσε στην Ελένη ότι μάλλον χώρισε και κάπως έτσι η Ελένη βρήκε την ευκαιρία που χρειαζόταν. Μετά τη δουλειά της , δίχως δεύτερη σκέψη, βρέθηκε στο σπίτι της Νίκης. Όπως πάντα οι ώρες κύλισαν σαν νερό κι όταν βράδιασε αποφάσισαν να μείνουν μαζί καθώς το σπίτι της Ελένης ήταν αρκετά μακριά.

Και η Ελένη αψηφώντας τους ενδοιασμούς της Νίκης, εκείνο το βράδυ την πλησίασε. Και κάπου εκεί μεταξύ πάθους κι αμφιβολιών, δόθηκε το πρώτο τους φιλί το οποίο επιβεβαίωσε τα αισθήματα της μίας για την άλλη. Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκαν. Όπως και τα υπόλοιπα βράδια των δύο μηνών που ακολούθησαν.

Για την Ελένη ήταν τέλεια. Επιτέλους είχε βρει αυτό που έψαχνε και το κρατούσε στην αγκαλιά της. Για τη Νίκη, όμως, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Όταν η μία ήταν μακριά απ’ την άλλη συνήθιζε να της λέει πως όλο αυτό θεωρούσε πως ήταν ένα λάθος και πως θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο με την προηγούμενη σχέση της.

Ο επόμενος μήνας λοιπόν κύλησε κάπως έτσι. Από τη μία, η Ελένη να την ερωτεύεται όλο και πιο πολύ κι από την άλλη η Νίκη να κολλάει σε τύπους και σε τελειωμένες καταστάσεις και να της υπενθυμίζει πόσο λάθος είναι όλο αυτό. Κι η έλξη για πρώτη φορά να αδυνατεί να τις συμφιλιώσει.

Πολλές φορές προσπάθησαν να απομακρυνθούν η μία απ’ την άλλη αλλά μάταια. Δε σβήνουν άλλωστε τόσο εύκολα τα μεγάλα πάθη. Λίγο η έλξη, λίγο η ανάγκη να νιώσεις τον άλλον δίπλα σου, δε θες και πολύ για να υποκύψεις.

Ο οριστικός επίλογος γράφτηκε ένα βράδυ στο σπίτι της Νίκης μετά από βραδινή έξοδο. Αφού έκαναν έρωτα, έμειναν ξάγρυπνες μέχρι το ξημέρωμα κι αφού η  Ελένη έφυγε για τη δουλεία, η Νίκη της έστειλε μήνυμα πως όλο αυτό έπρεπε να τελειώσει, όμως τη χρειαζόταν στο πλευρό της.

Η Ελένη μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, το αποδέχτηκε. Λίγες μέρες αργότερα αντιλήφθηκε πως ένα νέο πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του στη ζωή της Νίκης και πήρε την απόφαση ν’ αποχωρίσει διακριτικά για κάποιο διάστημα απ’ το προσκήνιο.

Οι συναντήσεις τους από τότε αραίωσαν κι όσες φορές και να συναντήθηκαν, το ερωτικό στοιχείο έλειπε απ’ την ατμόσφαιρα. Και όταν η Νίκη της γνώρισε την καινούρια της κοπέλα, η Ελένη ένιωσε σαν να έπαιζε το ρόλο του κομπάρσου σε ένα έργο που προοριζόταν να έχει ρόλο πρωταγωνιστικό.

Πλέον οι δύο τους έχουν χαράξει διαφορετικά μονοπάτια και το μόνο που έχει μείνει να θυμίζει αυτό που κάποτε είχαν είναι ένα γράμμα που της είχε γράψει η Ελένη για τα γενέθλιά της λίγο μετά το τελευταίο τους βραδύ και στο οποίο ο επίλογος σφράγιζε το τέλος έτσι:

«Σαν να γνώριζα.  Έκλεβα το άρωμά της, τη μυρωδιά του σώματός της. Σαν να το ‘ξερα. Αυτό θα έλεγα, αυτό έχω κρατήσει, εκεί έχει σταματήσει το μυαλό μου, σε αυτή την εικόνα, σε αυτό το συναίσθημα».

 

Επιμέλεια Κειμένου Δανάης Γιαννοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Δανάη Γιαννοπούλου