Η Ανδριανή και η Νεφέλη γνωρίστηκαν πριν χρόνια στη Θεσσαλονίκη. 

Η Ανδριανή ερωτεύτηκε τη Νεφέλη μερικά χρόνια αργότερα στην Κύπρο.

Φορούσε πράσινα και καφέ και την έλεγε δέντρο. Με όλη την σπιρτάδα και το νάζι ενός ερωτευμένου ανθρώπου. Με βλέμμα αστραφτερό και μέλι στο στόμα. Η Νεφέλη τη φώναζε βλακούλη κι «έρωτά μου», με τη σιγουριά και την ηρεμία ενός ανθρώπου που ξέρει πως αγαπιέται βαθιά απ’τον άλλο.

Πέρασαν δύο δύσκολα χρόνια μαζί, με ατελείωτα πήγαινε έλα από την Κύπρο στην Αθήνα και τούμπαλιν. Δύο χρόνια με πολλές υποσχέσεις και λόγια με το τσουβάλι.

«Θα έρθω Κύπρο για να μείνουμε μαζί» έλεγε η Νεφέλη. Πράγμα που δεν έγινε ποτέ γιατί κάτι την κρατούσε πίσω.

Η δική της αναποφασιστικότητα και δειλία να αντιμετωπίσει κάποια πράγματα με την οικογένειά της ήταν τα νεύρα, ο θυμός και η ζήλια της Ανδριανής.
Ένιωθε ότι την έχανε και δεν ήξερε πως να το διαχειριστεί.

Ένα χρόνο πριν, σ’έναν απ’τους πολλούς χωρισμούς τους, η Νεφέλη γνώρισε τον Πάρη.

Με περισσή ευκολία και ελαφρά την καρδία πέταξε απ’τη ζωή της την Ανδριανή, για μια εβδομάδα μόνο, όσο χρειάστηκε για να δει πως ο Πάρης δεν ήταν αυτό που ήθελε.

Ξαναγύρισε πίσω, ήταν όμως αργά. Πάλεψε πολύ να την συγχωρέσει το κορίτσι μας.
Όσο τυφλός κι αν είναι ένας ερωτευμένος άνθρωπος, αν πληγωθεί δύσκολα το ξεχνάει, ακόμα πιο δύσκολα το ξεπερνάει.

Η συγχώρεση δεν ήρθε ποτέ και τόσο εύκολα και απλά τελείωσε και το αίσθημα της Νεφέλης. Ίσως να μην της ήταν και τόσο δύσκολο βέβαια.

Μια τελευταία, απελπισμένη και σπασμωδική προσπάθεια της Ανδριανής ήταν ένα ταξίδι στη Ρώμη.  Ένα ταξίδι για τις δυο τους. Η για να ερωτευτούν ξανά και η άλλη για να δει την πολή.

Η Κική Δημουλά έχει πει: «Οφείλει κανείς να ζει ένα πράγμα με την ένταση που του προκαλεί, κι ας βλάπτει το δεσμό αυτή η μονομερής ένταση. Κατά τη γνώμη μου, βλάπτεται ο δεσμός από το ότι το ένα μέρος παραπροσφέρει, παραπροσφέρεται, παρά είναι παράφορο. Αλλά είναι και τόσο απίθανο να συμπέσουν οι βαθμοί του αισθήματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, παρά ενδεχομένως για μία μόνο στιγμή. Από εκεί και πέρα έχουμε χάσματα κι αυτό βοηθάει στο να μεγαλώνει το αίσθημα του ενός, να μικραίνει του άλλου, και να γίνεται αυτό το συναρπαστικό είτε παιχνίδι, είτε κυνηγητό, είτε μαρτύριο, αλλά οπωσδήποτε συναρπαστικό!»

Η Ανδριανή έζησε ένα παραμύθι. Ήξερε το τέλος απ’την αρχή. Ήταν ερωτευμένη, όχι χαζή. Αλλά αφού μπήκε στο χορό, χόρεψε με τα καλύτερα βήματα.

Πείτε μου ποιος μπορεί να αντισταθεί στα παραμύθια; Ακόμα και σ’αυτά που δεν έχουν καλό τέλος;

 

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου