Γράφει η Παυλίνα.

 

Ξέρω τι νομίζεις. Νομίζεις ότι φοβάμαι τις φυγές σου. Γι’ αυτό και κάθε φορά προσπαθείς να μου τις κρύψεις. Τάχα για να μη με πληγώσεις. Εγώ όμως τις ξέρω τις φυγές σου, τις προβλέπω πια. Και ναι, λίγο φοβάμαι που θα πρέπει και πάλι το σώμα μου να ξεσυνηθίσει να σε έχει αγκαλιά. Που δε θα μπορώ μέσα στην απλότητα αυτή και την ησυχία να σε γευτώ και πάλι.

Όμως κάτι δεν κατάλαβες καλά κι ίσως φταίω εγώ γι’ αυτό. Δεν είναι οι φυγές σου αυτό που φοβάμαι περισσότερο. Αυτές τις έχω συνηθίσει. Με τίποτα όμως δεν μπορώ να συνηθίσω τις σιωπές σου, με τίποτα δε συνηθίζονται.

Φοβάμαι όλα αυτά που δε μου λες και πάλι -δήθεν- για να μη με πληγώσεις. Θέλω να ξέρω. Θέλω να ακούω την αλήθεια απ’ το στόμα σου κι ας είναι σκληρή κι ασήκωτη. Είναι σίγουρα καλύτερη απ’ τη σιωπή σου.

Δε θέλω να φεύγεις στα κρυφά. Δε θέλω να μου μιλάς από οίκτο. Δε θέλω να περιμένω με τις μέρες για μια σου λέξη. Θέλω και προτιμώ να μου λες «Τώρα φεύγω. Μη με περιμένεις. Μη με ψάχνεις. Τώρα φεύγω». Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι και τι νιώθεις για μένα και γι’ αυτό το τόσο περίπλοκο «εμείς».

Με πνίγει που δεν μπορώ να ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου κι ας είμαι μέσα σ’ αυτό μόνο μία μικρή κουκκίδα. Κι ας μην είμαι τίποτα για σένα, θέλω να το ακούσω. Να το ξέρω. Κι αν πάλι με αγαπάς, κι αυτό να μου το πεις. Αν με νοιάζεσαι κι αυτό να το μάθω. Αν κρατάς έστω και λίγη ευτυχία για μένα, γιατί μου τη στερείς;

Γιατί να μην μπορώ να ακούσω πια απ’ το στόμα σου όλα αυτά τα όμορφα που ξεστόμιζες κάποτε αυθόρμητα και ποτέ δεν πίστεψα; Τα θυμάμαι όμως. Τα κρατάω ευαγγέλιο. Τα κρατάω σαν μια ευχή που περιμένει κανείς να πραγματοποιηθεί.

Δε σε θέλω μόνο για μένα, μη με παρεξηγείς. Κάτι τόσο όμορφο και τόσο ελεύθερο όσο εσύ θα ήταν εγωιστικό να το κρατούσα μόνο για την πάρτη μου. Θέλω όμως όσο είσαι μαζί μου να νιώθεις. Φοβάμαι τους ανθρώπους που δε νιώθουν. Τους φοβάμαι και τους λυπάμαι. Κι αυτούς περισσότερο απ’ τις φυγές σου.

Δεν έχω δικαίωμα να σου ζητήσω να μείνεις ένα βράδυ μαζί μου. Όμως νομίζω έχω δικαίωμα μετά από τόσο καιρό να σου ζητάω την αλήθεια. Κάνε μου αυτή τη χάρη μόνο, να μου μιλάς. Να μου τα λες όλα στα μούτρα και ξεκάθαρα. Είναι τόσο δύσκολο τελικά;

Μήπως δεν το αξίζω; Μήπως μου αξίζει να μην ξέρω πότε εννοείς όσα λες και πότε όχι; Να μην ξέρω αν αυτή τη φορά έφυγες για τα καλά ή αν θα επιστρέψεις μετά από καιρό. Αν μου μιλάς μόνο από κάποια ανάγκη ή αν μου ρίχνεις έτσι κάποτε λίγες λέξεις για να μη με στεναχωρήσεις; Πόσο δύσκολο είναι να μ’ αγαπήσεις τελικά; Και πόσο πιο δύσκολο είναι να μου το πεις;

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη