Αν δε με θες, γιατί με βλέπεις και κομπλάρεις; Γιατί δε νιώθεις άνετα όταν στέκεσαι πλάι μου και μου μιλάς και πώς μπορείς να εξηγήσεις την αμηχανία σου που διακρίνεται από χιλιόμετρα;

Λες πως δε γουστάρεις κι εγώ μαζί σου, δικά σου τα αισθήματα και καν’ τα ό,τι θέλεις, γιατί μπορεί κι εγώ να με απέφευγα αν ήξερα τι πεισματάρικο και ξεροκέφαλο πλάσμα είμαι. Αυτό λοιπόν που ακόμα προσπαθώ να καταλάβω και να αποκωδικοποιήσω είναι γιατί δεν είσαι άνετος όταν βρισκόμαστε. Γιατί χάνεις τα λόγια σου και κομπλάρεις παίρνοντας το ύφος του ερωτευμένου; Σε βλέπω, ψάχνεις να βρεις τις κατάλληλες λέξεις, πότε πρώην δεν ήμασταν κι ούτε φιλί στο μάγουλο δεν έχουμε δώσει, μα τα βλέμματά σου παίρνουν φωτιά σαν κοιταχτούμε και ακολουθεί ένα χαμόγελο από ‘κείνο που προσπαθεί να κρύψει μια έλξη που πλανάται και θα μπορούσε να διακρίνει κάθε περαστικός.

Τα μπλέξαμε τα πράγματα -ίσως και λίγο πιο πολύ απ’ όσο πρέπει- και βρεθήκαμε να μην ξέρουμε ούτε κι εμείς τι μας συμβαίνει. Εγώ δηλώνω ξεκάθαρα πως κάτι νιώθω, πως σίγουρα αδιάφορος δε μου περνάς, μα εσύ αποτελείς ένα μυστήριο από μόνος σου. Από εκείνα που για να λυθούν θα ‘πρεπε να συνεργαστεί ο Σέρλοκ με τον Ηρακλή Πουαρό, γιατί καθένας μόνος του δε θα μπορούσε να βγάλει μια άκρη με τούτο τον γρίφο. Τα λόγια χωρίς στοιχεία, άλλοτε γεμάτα ενδιαφέρον για την προσωπική μου ζωή κι άλλοτε γενικά κι αόριστα σαν να μη σε νοιάζει πού είμαι και τι κάνω.

Κινήσεις προς το μέρος μου δεν κάνεις και αν δεν ήταν αυτή η έκδηλη αμηχανία να δείξει πως κάτι κρύβεται πέρα απ’ τα ξεκάθαρα, αν δεν ήταν αυτή η στάση σου που μαρτυρά που υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ αυτά που λες και φέρνεις στην επιφάνεια, χαμπάρι δεν πρόκειται να ‘χα πάρει. Πες μου λοιπόν γιατί δε νιώθεις άνετα μαζί μου. Ώρες μιλάμε στα τηλέφωνα και τα μηνύματα παίρνουν φωτιά, μα καμουφλάρεσαι πίσω απ’ την οθόνη και δεν ακούω τον τόνο της φωνής σου, δε διακρίνω τη χροιά, δεν καταλαβαίνω πολλά παρά μόνο αυτά που θες ν’ αφήσεις να φανούν.

Μα όταν είμαστε στον ίδιο χώρο είναι λιγάκι δύσκολο να προσποιηθείς. Βλέπεις, το βραβείο υποκριτικής δε θα το δίνανε σε σένα ακόμα κι αν ήσουν ο μοναδικός υποψήφιος. Εκεί αποκαλύπτεσαι όσο κι αν προσπαθείς να κρατήσεις χαρακτήρα, εκεί δεν είναι ξεκάθαρα τα αισθήματά σου, μα είναι ξεκάθαρο πως υπάρχουν αισθήματα. Γιατί όταν δε νιώθεις τίποτα για τον άλλο, η αμηχανία δεν έχει χώρο στο παιχνίδι. Είσαι άνετος, δε σε πολυνοιάζει, εκφράζεσαι ελεύθερα, δε σκέφτεσαι μην παρεξηγηθείς ή πώς πρέπει ν’ αντιδράσεις.

Κρατιέσαι. Προσπαθείς κι εσύ ο ίδιος να συγκρατηθείς. Θα θελα τόσο πολύ να αφήσεις τις σκέψεις σου ελεύθερες, να ακουστούν κι ας κάνουν θόρυβο. Και μετά να κάνουμε κι οι δυο πως δεν ακούσαμε τίποτα, να τις ξεχάσουμε και να συνεχίσουμε να το παίζουμε φιλαράκια, δυο γνωστοί που θέλουν να παραγνωριστούν, μα παραμένουν άγνωστοι. Αρκεί να καταφέρω να λύσω το δικό μας μυστήριο κι ας μην πάρω ποτέ ούτε ένα φιλί σου στο μάγουλο. Αυτή η αμηχανία σου είναι που με τρελαίνει κι όταν κομπλάρεις να ξέρεις πως καταλαβαίνω ότι υπάρχουν κρυμμένα αισθήματα.