Και τώρα τι; Εμείς οι δυο, δύο ξένοι. Εγώ και ‘συ και τίποτα που να υπάρχει να μας ενώνει. Τίποτα όμως από όλα εκείνα που δένουν τους ανθρώπους που αγαπιούνται. Που έγραψαν τη δική τους ιστορία.

Ξέρεις στην αρχή πονούσε το σώμα μου, ένιωθα ότι έκανα λαδιά στον ίδιο μου τον εαυτό. Ένιωθα το λάθος της επένδυσης των μέσα μου. Και αυτή την ψυχή δεν μπορείς να την προσφέρεις εδώ και εκεί. Γίνεται αμείλικτη και σκληρή όταν είναι να χαριστεί. Διαλέγει η ίδια το δρόμο της και κάνει ό, τι γουστάρει. Και σε σένα δε με ρώτησε καν. Σε επέλεξε και γω δεν της αρνήθηκα. Και μαζί της, εγώ κι αυτή πορευτήκαμε σε σένα.

Αυτήν την ψυχή φίλε έλα σήμερα να της εξηγήσεις πόσο άδικο είναι να χάνεσαι από τη ζωή της. Γιατί εγώ δεν μπορώ να την κοντρολάρω. Της έταξα νέα ταξίδια, της έδωσα νέα σχέδια, της γνώρισα πολύ καλύτερούς σου, αλλά εκείνη είναι θυμωμένη. Μαζί μου, μαζί σου με όλους μας. Θυμωμένη που την έμπλεξα και δεν τη μάζευα. Θυμωμένη γιατί της έβαλα φτερά να πετάξει και μετά τη μάζεψα και τα ψαλίδισα ένα-ένα.

Τώρα απλώς είμαι ένας παρατηρητής της ζωής. Της δικής μου, της δικής σου της κοινής μας. Και ο πόνος έγινε απάθεια. Και δεν μπορώ να κρύβομαι στα αισθήματά μου. Ποτέ δεν το έκανα. Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου είναι να κατεβάσεις κάποιον από το θρόνο που εσύ τον έχεις βάλει. Να τον απομυθοποιήσεις στα μάτια σου και να τον κάνεις ένα κοινό άνθρωπο. Γιατί μετά αρχίζεις και βλέπεις πίσω από τα μπλε γυαλιά που σου ανοίγουν τα μάτια. Βλέπεις πώς είναι, τι είναι, τι σήμαινε. Και ό, τι βλέπεις δε σου αρέσει.

Σήμερα αναρωτιέμαι αν όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Εσύ ήρθες. Εγώ αφέθηκα. Ο χρόνος που πέρασε ήταν δύσκολος. Και ‘συ αγάπη μου κατάφερες με μαθηματική ακρίβεια να τον κάνεις δυσκολότερο. Αλήθεια πόσες αρετές να σου πρωτοθαυμάσω; Κι όσο δύσκολες ήταν οι μέρες μου, άλλο τόσο δύσκολα ήταν τα βράδια μου, αξημέρωτα και ξάγρυπνα.

Και έπρεπε να τις ζήσω όλες αυτές τις στιγμές για να ηρεμήσει εκείνη η ψυχή που της χρωστούσα κάτι ρουσφέτια. Όλες αυτές τις στιγμές μία προς μία. Μέχρι που κάποια στιγμή γυρίζω και σε ξαναβλέπω για να καταλάβω. Και τότε ελευθερώνομαι. Σε κείνη τη μικρή γωνιά που σε έβαλα πια να κάθεσαι και να σε παρακολουθώ. Ντύνομαι, στολίζομαι και νιώθω ελεύθερη. Συνεχίζω χωρίς εσένα. Σε ξορκίζω και σένα και ό, τι είναι γύρω από σένα. Συνεχίζω με τη γεύση μιας γλυκιάς μόνο ανάμνησης. Συνεχίζω ερωτευμένη με μια ιδέα, με ένα όνειρο που έζησα. Και τα χρωστούμενα τα ξόφλισα όλα. Ένα προς ένα.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου