«Σε αγαπώ». Πόσο δύσκολα προ(σ)φέρεις αυτή τη λέξη, πόσο εύκολα μπορείς να την αποτυπώσεις και να τη γράψεις δίχως να τρέμεις, πόσο αβίαστα έχεις την ικανότητα να την εκφράσεις με πράξεις και να τη διατηρήσεις αναλλοίωτη, πόση ώρα σκέφτεσαι ποιο είναι το κατάλληλο σημείο στίξης που οφείλεις να τοποθετήσεις έπειτα, ποιο είναι το άτομο εκείνο που ξεπηδά στο μυαλό σου όταν την ακούς, ποιο είναι το πρόσωπο εκείνο που θα ήθελες να συλλογίζεται εσένα όταν τη συναντά;

Ίσως οι απαντήσεις εμφανίζονται κάπως πιο απροσδόκητα από ότι περίμενες ή καθυστερούν διστακτικά, αλλά η αλήθεια είναι πως υπάρχουν βαθιά μέσα σου, επιβεβαιώνοντας -ίσως- πως ο απώτερος σκοπός όλων των ανθρώπων είναι η εύρεση αυτού του υπέρτατου συναισθήματος που φαίνεται να εκτείνεται στο άπειρο. Η αιωνιότητα αυτή μπορεί άραγε να αμαυρωθεί από τα λάθη;

«Το σφάλλειν ανθρώπινον», θα υποστήριζες – όπως και όλοι μας- αφού στην ανθρώπινη φύση προσιδιάζει μία αδιόρθωτα δελεαστική ατέλεια που όμως όταν παρατηρηθεί και φωτιστεί από τον κατάλληλο άνθρωπο, παρουσιάζεται ως το μοναδικό χαρακτηριστικό σου στα μάτια σου. Πώς θα μπορούσες όμως να το γνωρίζεις και να αποφύγεις αυτή τη δηλητηριώδη σκέψη; Υπήρξες στο ύψιστο σημείο που θα μπορούσες να τοποθετηθείς από κάποιον, εξιδανικεύτηκες! Ο θεοποιημένος σου εαυτός, φυσικό επακόλουθο ήταν να απαρνηθεί την επικείμενη φθαρτότητα που προσδίδει η εφήμερή σου ταυτότητα αφού η γήινη υπόστασή σου σημαδεύεται και από τα ελαττώματα.

Ο άνθρωπος λοιπόν, που στα μάτια του κάποτε ουτοπικά αποτυπωνόσουν, πλέον μπορεί να αντικρίσει την πραγματικότητα, εκείνη που εσύ ίσως αγνοείς επιδεικτικά ή προσπαθούσες παθιασμένα να κρύψεις. Άλλωστε, γι’ αυτό αγαπάς να λατρεύεις τον έρωτα και όχι τόσο την αγάπη: μέσα από τις αναρίθμητες εντάσεις και την ποιητική προβολή του δύσκολα διακρίνονται οι ρωγμές σου, ενώ στην πρωτοφανή ηρεμία της αναγκάζεσαι να ξεγυμνωθείς. Εξέλαβες τα αφελώς σφραγισμένα μάτια της ψυχής ως μία απόδειξη αυτόματης αποδοχής και ανιδιοτελούς αγάπης, μα λησμόνησες πως η τελευταία κερδίζεται ακριβώς στη διαφάνεια που απέφευγες σκοπίμως ή ασυνείδητα.

Εκείνος ο άνθρωπος, αυτός που σκέφτεσαι ότι αγαπάς ή αγάπησες ή που θα ήθελες να σε είχε αγαπήσει, καλείται να βρεθεί μαζί σου ενώπιον των σφαλμάτων σου (και των δικών του) και ιδού οι αποφάσεις που είναι αναγκαίο να (κατα)λάβεις στο άκουσμα της αναγνώρισης και της επισήμανσής τους: απάθεια ή αλλιώς η αιώνια διαφυγή, εκρηκτική άρνηση, υπέρμετρη -άνευ λόγου- οργή, διπλωματική υπεράσπιση του εαυτού σου, επιθετικός αντιπερισπασμός, άδικη προσβολή και σωτήρια συγγνώμη. Πιστεύεις πως βρίσκεσαι στο στόχαστρο και ο άλλος, ο αγαπημένος σου μέχρι πρότινος άλλος, σε κατακεραυνώνει αδυσώπητα, μια συνεχής επίκριση πλανάται γύρω σου απειλητικά κι εσύ ανήμπορος τα δέχεσαι όλα αυτά ως ένα περιστασιακό ξέσπασμα.

Η αγάπη θεώρησες αθώα, πως βασίζεται κατά κύριο λόγο στις συνεχείς καταφάσεις , όμως πώς θα μπορούσε η αλήθεια της να ορίζεται πάνω σε ένα φαντασιακό δημιούργημα γεμάτο από ετοιμόρροπα «ναι»; Η ουσία αυτής της λέξης προϋποθέτει άρρηκτη σύνδεση, ισότιμη συμμετοχή ανάμεσά σας, οι οποίες επιβεβαιώνονται από τη δυνατότητα της αμοιβαίας κατανόησης και της ειλικρινούς αποκάλυψης. Τοποθετείς συνεχώς κοινωνικούς, προσωπικούς και συναισθηματικούς προστατευτικούς μανδύες για όλα εκείνα τα μελανά σημεία του σώματός σου αποτρέποντας τον άλλον να τα διακρίνει, να τα αγγίξει και να προσπαθήσει να τα εξηγήσει. Θεώρησες πιθανότατα πως κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για εσάς ενώ η ίδια η ενοχική απόκρυψη είναι εκείνη που κατασπαράζει σταδιακά όλα όσα παλεύεις να διατηρήσεις ανέγγιχτα.

«Το να αγαπάς είναι ουσιαστικά η επιθυμία να αγαπηθείς», αναφέρει ο ψυχίατρος Ζακ Λακάν και ίσως, κάπως κυνικά προσέτεθες «αλλά ποιος θα αγαπούσε κάποιον με λάθη;» όπου και έγκειται το παράδοξο της αγάπης. Θαρρείς πως υπάρχει κάποιο άτομο ολοκληρωτικά αλάνθαστο, που καθετί στη ζωή του στέφθηκε με επιτυχία και ουδέποτε ανησύχησε για μία πιθανή αποκάλυψη ή ότι αδυνατεί να αριθμήσει έστω και μία ορθή απόφαση στη ζωή του; Τα εξωφρενικά άκρα λοιπόν στην αγάπη καταρρίπτονται αφού σε εμποδίζουν από την καθαρή αλήθεια η οποία μαρτυρά, πως αγαπάς εκείνον που μπορεί να παραδεχτεί με ειλικρίνεια τα λάθη του. ακόμα κι αν εσύ φοβάσαι.

Ίσως κι εσύ μς τη σειρά σου, έμαθες να αγαπάς το ψέμα του αλάνθαστου και τώρα σε τρομάζει η πραγματικότητα του λάθους σου. Ίσως στους άλλους να είσαι πιο επικριτικός, αυστηρός και απόλυτος αναφορικά με τα παραπτώματά τους έχοντας λάβει από τον αγαπημένο σου (εαυτό ή άνθρωπο) τη θεϊκή δικαιοδοσία και δύναμη της κρίσης, οπότε εσύ παραμένεις άσπιλος στο βάθρο σου.

Αγαπώ όμως (τον άλλον και τον εαυτό μου) σημαίνει παραδοχή, σηματοδοτεί το τέλος μίας αδιάκοπης φυγής από το πραγματικό σου «είναι», οριοθετεί εκείνο το άπειρο που πασχίζει να επιβιώσει και αποδεσμεύει από τον εσωτερικό εκείνο δήμιο της αλήθειας: εάν η αγάπη δε σε απελευθερώνει από τον εγωισμό ουδέποτε υπήρξε και η πίστη πως την έζησες, παραμένει το μεγαλύτερό σου λάθος. Άφησέ τη λοιπόν να σε παρασύρει και να σταθείς αντάξιος να κατακτήσεις την εκτεθειμένη πληρότητα που σου χαρίζει.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου