Γράφει η Ιφιγένεια Λαζάρου.

Έλα. Απόψε θα περάσουμε μαζί για πρώτη φορά την πόρτα του μυαλού μου. Με ξέρεις καιρό, όμως πολλές απ’ τις ερωτήσεις σου επέλεγα ν’ αφήνω αναπάντητες. Τώρα που σταμάτησες να με μαθαίνεις, ανοίγω τα χαρτιά μου, γιατί πια έχω πλήρη γνώση του τι έγινε μεταξύ μας. Όσο προσπαθούμε να δούμε τι παίζεται, τραβάμε χαλινάρια στα συναισθήματα και την αλήθεια. Είναι όταν ξεδιαλύνει το τοπίο, που δεν έχουμε πλέον καμία άγνοια και καμία ανασφάλεια να μας κρατά το στόμα κλειστό.

Με ρώταγες πώς και σε πρόσεξα στην κατάσταση που ήσουν. Πάντα όμως έβρισκα τρόπους  και ξεγλιστρούσα.

Άκου, λοιπόν, εδώ: Δεν είσαι καν στα γούστα μου. Αν με ρωτούσες εμφανισιακά τι με τραβάει συνήθως, θα σου παρέθετα πολλά διαφορετικά στοιχεία. Υπάρχουν όμως πράγματα σ’ εσένα που ταιριάζουν τόσο σ’ εμένα· και την πρώτη γεύση μου έδωσε ακριβώς η κατάστασή σου. Όχι, δεν είμαστε καθόλου ίδιοι. Αλλά ακόμα κι εκεί που διαφέρεις το κάνεις τόσο ισορροπημένα. Είσαι στα μέτρα μου – ζωγραφίζεις χωρίς ποτέ να βγαίνεις απ’ τις γραμμές.

Έχεις συναισθήματα και τ’ αγαπάς και τα δείχνεις. Είσαι αληθινός. Έχεις όρεξη και πολεμάς για ό,τι στη δημιουργεί. Το μυαλό σου είναι τροφή στο πιάτο μου. Νοιάζεσαι ακόμα κι εκεί που οι άλλοι γυρνούν την πλάτη. Έτσι, ό,τι δεν είχα προσέξει στη μορφή σου μ’ έκανες να το δω κι ό,τι είχα δει το απογείωσες.

Αν ήξερα πού έμπαινα; Από νωρίς. Το παρελθόν σου, σκυλί μαύρο. Το έδιωχνες, αλλά αυτό ξαναγύριζε πιστό στον αφέντη του. Μέτρησα τα πισωπατήματά σου ένα προς ένα. Όταν δε με κράτησες ποτέ απ’ το χέρι. Όταν το άγγιγμά σου δεν έπεσε ποτέ κάτω απ’ τη μέση μου. Όταν για μερικά λεπτά με κοίταγες μόνο κι έβλεπα στα μάτια σου τις διαπραγματεύσεις με τον εαυτό σου. Όταν σ’ έτρωγαν οι σκέψεις κι αν άπλωνα το χέρι σχεδόν έπιανα το σκοτάδι σου. Δεν προσπάθησα ποτέ να ωραιοποιήσω την κατάσταση ούτε τάισα την αυτοπεποίθησή μου με παραμύθια.

Τότε γιατί επέμεινα; Πρώτον, το παρελθόν ξεπερνιέται. Μη σε ξανακούσω να λες ότι το δικό σου μπορεί κι όχι. Εκτός κι αν σε δω ντυμένο με φουρό και στέμμα, κύριε ντράμα κουίν. Θες να μου πεις ότι στα πενήντα, όταν η ζωή σου θα έχει ανέβει δέκα επίπεδα, εσύ θα παραμένεις συναισθηματικά  είκοσι πέντε χρόνια πίσω… Αν ήμαστε φτιαγμένοι χωρίς έξοδο διαφυγής απ’ τις απογοητεύσεις μας, η ζωή δε θα αντεχόταν. Δεύτερον, η ζωή είναι μικρή κι έχω ήδη καταλάβει ότι μόνο με τα ωραία αξίζει να τη στολίζουμε. Έτσι, ό,τι μου αρέσει το κυνηγάω. Το ίδιο συνέβη και μ’ εσένα· μου άρεσες, είπα να δοκιμάσω να σε βάλω στη ζωή μου, απλό.

Βέβαια, δε σκέφτηκα στιγμή ότι ήμουν η Εκλεκτή. Δεν περίμενες εμένα να μπω στη ζωή σου για να γίνεις ξανά καλά. Δεν ξεκίνησα με αξιώσεις να σε κάνω να ξεχάσεις αυτοστιγμεί. Άλλωστε, τους ανθρώπους δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε, παρά  η θεραπεία είναι προσωπική του καθενός. Γι’ αυτό ακριβώς σου παρουσιάστηκα τόσο διακριτικά. Δεν είμαι πάντα τόσο ήσυχη. Το δίπολο του θηλυκού που στρογγυλοκάθεται στωικά και σνομπ με το αρσενικό να επωμίζεται το χαμαλίκι του εντυπωσιασμού ποτέ δεν το υποστήριξα. Ωστόσο, στην περίπτωσή μας η διακριτικότητα ήταν η τακτική που θεώρησα προσφορότερη.

Έδινα επίμονα το παρόν, κάπως έπρεπε να καταλαβαίνεις το ενδιαφέρον μου, αλλά την ανοιχτή μου πόρτα εσύ έπρεπε να κάνεις όλα τα βήματα να τη διαβείς. Έπρεπε ν’ αποδείξεις ότι είσαι έτοιμος, χωρίς εγώ να σε φορτώνω μ’ επιλογές που δεν ήταν δικές σου. Όσα έκανα ήταν δοκιμασίες. Εσύ δοκίμαζες τις αντοχές σου βήμα το βήμα. Δοκίμαζα εγώ την αποφασιστικότητά σου· σ’ είχα μονίμως απέναντι και σε ζύγιζα.

Και κάθε ζύγισμα απέβαινε υπέρ σου. Αν μου έδωσες ελπίδες; Θα επέλεγα μάλλον μια πιο συντηρητική προσέγγιση, ότι στο τέλος της μέρας η αποτίμηση ήταν θετική. Οπωσδήποτε και δεν εθελοτυφλούσα στα πισωπατήματά σου, όμως σε μια σταθερή πορεία σου προς το φως αυτά αποτελούσαν σκόρπιες κηλίδες. Όλοι δικαιούμαστε μερικές στιγμές να ζήσουμε ανενόχλητοι τις μαύρες μας, είναι ανθρώπινο. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο απ’ το να σου επιδικάσω το μερίδιο που δικαιούσουν, ως συνετός και δίκαιος δικαστής.

Η υπόλοιπη συμπεριφορά σου αντιστάθμιζε και με το παραπάνω. Ώρες κρατούσαν οι διαδικτυακές συνομιλίες κι οι πραγματικοί καφέδες μας. Με πήρες το πρώτο τηλέφωνο. Μου αποκάλυπτες λεπτομέρειες εξηγώντας μου ότι έτσι σε μαθαίνω κι ίσως κάποια μέρα γνωρίσω από κοντά αυτούς για τους οποίους μου μίλαγες· μου παρουσίασες το παρελθόν σου, μου έκανες κοινό το παρόν σου και μου έφτιαξες μια θέση στο μέλλον σου. Συχνά σου έλειπα. Δε με άφησες ποτέ χωρίς καλημέρα. Αποζητούσες την παρέα μου. Διεκδικούσες, όταν πέταγα αρσενικό όνομα στη συζήτηση.

Μη με βγάλεις τρελή – βλέπεις κι εσύ τις πρωτοβουλίες που έπαιρνες, σωστά; Δεν έπλαθα πράγματα όπως τα ήθελα και χωρίς αφορμές. Μπορεί να είμαι ενθουσιώδης κι υπεραισιόδοξη, όμως τυγχάνω και ρεαλίστρια του κερατά· πρώτη εγώ θα σκάσω τα μπαλόνια, όταν με τραβάνε απ’ το έδαφος, που θέλω γερά να πατάω.

Ρολά κατέβασες ξαφνικά. Δεν το πολέμησα, γιατί δεν μπορώ να νικήσω κάτι αφύσικο – τη στιγμή που ένας υγιής ερωτευμένος θα έκανε την επόμενη κίνηση, εσύ μου γλίστρησες μέσα απ’ τα χέρια. Παρόλο που για ακόμα μία φορά έβαζες το παρελθόν σου παραπάνω, να ξέρεις εγώ δεν το θεωρώ εχθρό μου. Δεν τη ζηλεύω την προηγούμενη ούτε τη μισώ. Το τι είναι και τι σου έκανε είναι έξω από ‘μένα. Ίσως αν τη γνώριζα πρώτη, να γινόμαστε και φίλες. Εσένα δε σταμάτησα να σ’ εκτιμώ και να θέλω να σου πηγαίνουν όλα καλά.  Αν σε δω, θα χαμογελάσω και θα ρωτήσω νέα σου. Μόνο λίγο θυμό σου κρατάω ακόμα, γιατί συνειδητά τέσταρες τα όριά σου πάνω μου.

Βέβαια, δεν είχες μόνο εσύ κίνητρα. Ήθελες να σενιάρεις το χαλασμένο σου έρωτα, να ισιώσεις τον τσαλακωμένο σου εαυτό. Δεν υπήρξα λιγότερο εγωίστρια. Ήμουν μόνη και βρέθηκες μπροστά μου.

Την τελευταία φορά που σε είδα μου είπες «μ’ αρέσεις, αλλά δεν ξέρω». Εγώ λέω «μ’ αρέσεις, αλλά δεν μπορώ». Δεν μπορώ ν’ ακούω τα τραγούδια, να εισπνέω τον καπνό και να μετράω τα ποτά σου. Τραγούδια που μιλούν για εκείνη, ποτά και τσιγάρα που πίνεις γι’ αυτή. Καμιά φορά νιώθω ότι κι εμένα για εκείνη με είχες, να ζεσταίνω το κενό της στο πλευρό σου.

Ξέρεις πότε θα μπορέσω; Όταν αποφασίσεις να τα κάνεις πουτάνα όλα και για μας. Τότε θα μπορέσω. Για ‘σένα. Ή για τον επόμενο, που στρίβει τώρα στη γωνία.