Ας ξεκινήσω με τις συστάσεις.

Με λένε Γιώργο, είμαι είκοσι εννιά κι όπως λένε όλοι ωραίος γκόμενος. Μη βιαστείτε να με κρίνετε.

Αυτό που κάνω τώρα δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω πριν έξι μήνες. Να κάνω τι; Να κάτσω να γράψω τη δική μου ιστορία; Γιατί; Για ποιόν;

Πόσο πρέπει να γελούσε ο Θεός, το σύμπαν μαζί μου; Πόσο;

Μέχρι πριν από έξι μήνες λοιπόν, ήμουν ο τύπος που είχε ό, τι ήθελε. Λόγω καλής διαχείρισης της οικογένειας μου, το χρήμα δεν το στερήθηκα ποτέ, χώρια που η φύση ήταν άκρως γενναιόδωρη μαζί μου, σε όλα.

Τα λέω μπερδεμένα και θα με χαρακτηρίσετε ψώνιο στην καλύτερη των περιπτώσεων. Δεν είμαι, όμως. Αλήθεια σας το λέω. Ή καλύτερα, δεν είμαι πια. Γιατί δεν θυμάμαι τι ήμουν.

Από τότε που άρχισα να μεγαλώνω και να βγαίνω τα βράδια ήμουν ο κλασσικός τύπος που μοίραζε τη ζωή του σε ποτά, ξενύχτια, τσιγάρα, ρούχα και ταξίδια. Είχα την πολυτέλεια να κάνω ό, τι μου κατέβαινε στο κεφάλι.

Γκόμενες; Δεν τις θυμάμαι όλες και ντρέπομαι γι’ αυτό. Πόσο μαλάκας, Θεέ μου!

Η μεγαλύτερη σχέση μου ήταν δύο χρόνια σχεδόν. Στα χαρτιά που λένε. Θυμάμαι που την απάτησα τουλάχιστον δέκα φορές. Το χειρότερο, δεν με ‘νοιαζε.

Μεγάλη μαγκιά ε;

Τώρα που τα γράφω, τα συνειδητοποιώ κι εγώ. Σας είπα να μη με χαρακτηρίσετε. Τώρα λέω χαρακτηρίστε με όπως θέλετε. Μου αξίζει.

Στο θέμα μας. Πριν από έξι μήνες, λοιπόν, αφού είχα εξαντλήσει ό,τι θηλυκό κυκλοφορούσε στην περιοχή, είπα να την πέσω λίγο στην αδερφή του κολλητού μου.

Μεγάλη κοπέλα είναι, σκέφτηκα. Δεν θα την παρασύρω κιόλας. Όσο για τον κολλητό μου δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα τον πείραζε τόσο πολύ.

Πάνω στις συζητήσεις το ‘λεγε και το ξανάλεγε ότι όποιος του πείραζε την αδερφή θα τον σκότωνε αλλά το ‘παιρνα πάντα στην πλάκα. Υπερβολικό τον θεωρούσα. Μοναχοπαίδι, βλέπετε. Την αδερφική σχέση δεν την κατέχω.

Την παραμύθιασα κι αυτή όπως και τόσες άλλες. Θεέ μου, ντρέπομαι, πολύ ντρέπομαι.

Μόνο που δεν υπολόγισα πόσο θα της στοίχιζε όταν μετά από δυο μήνες της είπα να το τελειώσουμε. Ξέχασα να σας πω πως την είχα ορκίσει να μην αποκαλύψει τίποτα και σε κανέναν.

Δεν ήθελα μπλεξίματα. Με τη δική μου σκάρτη λογική θα πηδιόμασταν μέχρι να βαρεθώ και τέλος. Ας μην το ‘ξερε κανείς καλύτερα.

Όσο χαλαρά και ψυχρά το πήρα εγώ, όμως, άλλο τόσο στα σοβαρά το πήρε εκείνη. Με ερωτευόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.

Όταν της ανακοίνωσα την απόφασή μου, την ώρα που ντυνόμασταν, άρχισε να κλαίει τόσο που φοβήθηκα. Σκέφτηκα, όμως, πως ήταν γυναίκα κι έτσι κάνουν όλες και ανακουφίστηκα.

«Μια δυο μέρες και θα της περάσει» μονολόγησα όταν την άφησα στη γωνία του δρόμου.

Από την επόμενη μέρα τα τηλέφωνα και τα μηνύματα δεν σταμάτησαν. Είχα γίνει απότομος κι αγενής για να της το ξεκόψω. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα φτάναμε σε τέτοια σημεία.

Είκοσι μέρες μετά ήρθε ξαφνικά στο σπίτι μου ο κολλητός μου, ο οποίος υποτίθεται δε γνώριζε τίποτα.

Με το που μπήκε με άρπαξε από το λαιμό έτοιμος να με πνίξει. Γιατί; Γιατί η αδερφή του βρισκόταν στο νοσοκομείο εξαιτίας μου.

Πήγε να αυτοκτονήσει κι ευτυχώς την πρόλαβαν. Όταν συνήλθε στο νοσοκομείο του είπε όλη την αλήθεια.

Μου μίλησε, όπως δεν μου έχουν ξαναμιλήσει, με ‘βρισε, με πρόσβαλε, με χτύπησε κι εγώ καθόμουν μαρμαρωμένος. Τι να του πω; Είχε δίκιο για τα πάντα.

Θα έχανε την αδερφή του επειδή εγώ είμαι ο μεγαλύτερος μαλάκας που κυκλοφορεί.

Οι συγγνώμες μου, φυσικά, ήταν περιττές. Να τις κάνουν τι; Θα ξεχνούσαν ότι έγινε με τις δικές μου συγγνώμες; Ασφαλώς κι όχι.

Το μόνο που με παρηγορεί είναι πως είναι καλά πια. Από εκείνη τη μέρα δεν έχω βγει από το σπίτι. Ούτε για δουλειά πάω. Μόνο σκέφτομαι πόσο πόνο έχω προκαλέσει.

Κάποια στιγμή θα ξαναβγώ. Το μόνο που εύχομαι είναι να βγω εκεί έξω στον πραγματικό κόσμο κι όχι στη δική μου κοσμάρα και να μην πληγώσω ποτέ ξανά κανέναν.