Γράφω και σκιτσάρω μανιακά. Μέρες τώρα. Μου’ χεις ξυπνήσει μια έμπνευση αέναη που χρόνια είχε κουρνιάσει κάτω από κάτι κουβέρτες γαλάζιες. Σαν τις ελπίδες μου για έρωτα, φως και ζωή.
Πολλοί πέρασαν από αυτές, κανείς δεν έμεινε ουσιαστικά όμως. Κανείς και ποτέ παραπάνω από τέσσερα βράδια το πολύ. Ιδρωμένα βράδια δε λέω, με μουσική τέρμα και διάθεση σάρκας περιπαιχτική, έντονη, διεγερτική.
Για αυτό ήμουν τόσο καιρό. Μόνο για αυτό. Ήταν επιλογή. Ναι, καλά το σκέφτηκες μόλις. Επιλογή από φόβο να δοθώ, να δεθώ, να γίνω κομμάτι κάποιου και εκείνος δικό μου.
Ποτέ δε μου άρεσε να μοιράζομαι τη ζωή μου. Τα δικά σου, δικά σου και τα δικά μου, δικά μου. Έτσι πήγαινε η ιστορία. Μην πληγωθώ, μη βιαστώ, μην πονέσω, μην αδειάσω.
Έχουν δει τα μάτια μου πολλά από φίλους και γνωστούς και μετά τα κλάματα έρχονται, μαζί τους και η στεναχώρια και ο πόνος ο βαθύς παρέα και το απόλυτο κενό. Και μετά άντε να πατήσεις στα πόδια σου γερά και να τα ξαναφτιάξεις όλα από την αρχή.
Όχι, για μένα αυτό παραήταν μεγάλη πρόκληση. Που να ήξερα όμως τι μου επιφύλασσε η μοίρα… Αποφάσισα λοιπόν να επικεντρωθώ σε μένα. Στη σχολή μου και τα σκίτσα μου. Ώρες ατελείωτες να αποτυπώνω μορφές στους δρόμους, τοπία και συναισθήματα.
Για την ακρίβεια τα τελευταία ήθελα να τα αποτυπώσω. Προσπαθούσα πολύ. Όμως δε μπορούσα. Πώς να αποτυπώσεις άλλωστε ομορφιές και σκιές σε ένα άψυχο χαρτί μην έχοντας ζήσει ούτε στο ελάχιστο το νόημά τους;
Σχολή λοιπόν και δρόμος και μουντζούρες πολλές. Γκρίζα τοπία και βόλτες μεθυσμένες με φίλες τα ξημερώματα και μέσα στο όλο χάος εμφανίζεσαι εσύ από το πουθενά. Πως, που, πότε δεν έχει καμία σημασία.
Εμφανίζεσαι και μου ξυπνάς χρώματα. Γίνεσαι η μέρα και η νύχτα μου παρευρισκόμενος νοητά σε κάθε μεριά του σπιτιού μου και σε κάθε γωνιά, ακόμα και σε αυτές τις πολύ σκοτεινές, του μυαλού μου.
Μια που είσαι στο κρεβάτι μου ξαπλωμένος με έχεις αγκαλιά και μου χαμογελάς, μια που μου ποζάρεις και εγώ μαγεμένη σχεδιάζω κάθε σπιθαμή του κορμιού σου, μια που δεν παίρνουμε ανάσα μέσα στις γαλάζιες μου κουβέρτες και πνιγόμαστε στα πάθη μας, μέσα από το πάθος.
Είσαι παντού και αυτό όσο με τρελαίνει, άλλο τόσο με φοβίζει. Είχα συνηθίσει αλλιώς εγώ. Σκληραγώγησα αρκετά τον εαυτό μου, τον «έδεσα», το έκλεισα, ποτέ να μην πονέσει και τώρα έρχεσαι εσύ και ρίχνεις φως στα πιο σκοτεινά μου σημεία, αβίαστα, γλυκά με το έτσι θέλω από τη μία και τη συναίνεση τη δική μου από την άλλη.
Φως αγνό σαν αυτό στις ακουαρέλες, σαν αυτό των εικόνων στα παραμύθια που μου διαβάζεις στα όνειρα μου, σαν εσένα.
Πώς είναι δυνατόν σε λιγότερο από ένα μήνα να έχεις καταφέρει να γίνεις πολλά περισσότερα από όλα αυτά που άλλοι προσπαθούν σε σχέσεις σταθερές χρόνια; Πες μου.
Πώς είναι δυνατόν να πεθαίνω για ένα σου άγγιγμα και όταν το αισθάνομαι να θέλω να χαθώ; Πάντα μαζί σου αγάπη μου, μόνο μαζί σου.
Τόση ώρα γράφω αράδες και μια εικόνα έχω στο μυαλό μου. Τη δική σου. Το πρόσωπο και το χαμόγελό σου και τον τρόπο που με κοιτάζεις. Αυτό το βλέμμα που μιλάει, πετώντας σπίθες και λέει πολλά περισσότερα από κουβέντες με φανφάρες και παύσεις αμήχανες.
Αυτό το βλέμμα που φωνάζει πως αισθάνεσαι κι εσύ δυνατά, όσο κι αν φοβάσαι να το παραδεχτείς. Μην ανησυχείς, είμαστε δύο. Μέσα στον κόσμο το δικό μας. Την παράλληλη πραγματικότητά μας. Το όνειρο και την Τέχνη μας.
Έτσι το αποκαλώ. Αυτό που έχουμε εμείς, είναι Τέχνη.
Δράση, αντίδραση, θέρμη και πάθος. Και χρώματα.
Ζωή και έννοιες αφηρημένες στήνουν χορό εντός μας και εμείς τα χάνουμε με ένα και μόνο μας φιλί διαρκείας. Χανόμαστε και κάνουμε έρωτα και δε ξεκολλάμε.. Και δε θα ξεκολλήσουμε μωρό μου. Να μου το θυμηθείς..
Μ.