Πολλοί άνθρωποι, καλλιτέχνες και μη, έχουν χρησιμοποιήσει τη φράση «είσαι η μούσα μου», εννοώντας το άτομο (όχι απαραίτητα την γυναίκα, άλλα πως να το πεις για άντρα; «είσαι ο Μούσος μου;» ή μήπως «είσαι το μούσι μου;» — δεν πάει) για το οποίο γράφουν/συνθέτουν/ζωγραφίζουν ή έστω το άτομο που τους δίνει την ώθηση να ασχοληθούν με την καλλιτεχνία τους. Ο Μαρκήσιος Παπαχώστας πρέπει να ομολογήσει ότι είχε και αυτός στην ζωή του ανά καιρούς Μούσες.

Και πώς να μην είχε; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται με τα καλλιτεχνικά και να μην έχει φτιάξει έστω και μια φορά κάτι, σκεπτόμενος κάποιον άλλον. Γράφεις ένα κείμενο και σκέπτεσαι αυτήν για την οποία το γράφεις να το διαβάζει και να λάμπουν τα μάτια της. Γράφεις ένα τραγούδι και σκέπτεσαι αυτόν για τον οποίο το έγραψες να το ακούει ξανά και ξανά, και να συγκινείται που κατάφερες να πάρεις την ψυχή σου και να την ντύσεις «με χρώματα, αρώματα, με μουσική και στίχους».

Υπ’ όψιν: δεν είναι απαραίτητο να είσαι πάντα ερωτευμένος για να γίνει κάποια η Μούσα σου. Μερικές φόρες σου βγαίνει να γράψεις κάτι για ένα άτομο μόνο και μόνο επειδή σου έκανε ένα μπαμ στο κεφάλι και θες να το γράψεις.

Το θέμα με τις μούσες είναι ότι ήταν εννιά (η δεύτερη γενιά, οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης) όποτε αναγκαστικά άλλαζαν. Άλλη έδινε το νεύμα για την επική ποίηση (το Καλλιοπάκι), άλλη για τη μουσική (η Ευτερπούλα) κι άλλη για την αστρονομία (η Ουρανίτσα). Μούσα για την αστρολογία δεν υπήρχε, αλλά μάλλον κάποια γεροντοκόρη θα ήταν που θα είχε κόψει την καλημέρα σε όλες τις υπόλοιπες, και το όνομά της δεν το μάθαμε ποτέ. Καταλαβαίνετε λοιπόν πως αναγκαστικά τον καλλιτέχνη τον ψιλοέπαιρναν παρτούζα ανάλογα με το τι ήθελε να γράψει.

Έτσι λοιπόν και οι σύγχρονες μούσες, αυτές που σας λέει αυτήν την στιγμή ο Μαρκήσιος, θα αλλάξουν μέσα στην ζωή σου. Έτσι αλλάξανε και για τον Ίδιο.

Πρώτα τραγούδια στο λύκειο για μια Κατερίνα, επόμενα τραγούδια και δυο ποιήματα για μια Ράνια, ένα βιβλίο, μερικά διηγήματα κι επίσης ένα τραγούδι για μια Φιλιώ, και ένα συνολικό που τιτλοφορείται «Έντεκα Γυναίκες» για όλες τους. Θα ρωτήσετε φυσικά, και θα έχετε και δίκιο «Γιατί, μέγα Δάσκαλε, πρέπει να γράφεις για κάποιον όταν γράφεις;» κι αυτός θα σας απαντήσει «είστε ηλίθιοι και δεν καταλάβατε το νόημα».

Φυσικά και όχι. Μπορείς να γράψεις και για εσένα. Αλλά πάντα είναι πιο εύκολο και βγάζει περισσότερο συναίσθημα όταν γράφεις για κάποιον άλλον. Όταν παιδεύεσαι νότα-νότα και λέξη-λέξη να τελειώσεις κάτι που τελικά θα πεις «το έγραψα για εκείνη».

Έχει τύχει να τελειώσει τραγούδι ο Μαρκήσιος και να μην θέλει να το ξανακούσει. Η Μούσα του ήρθε, κατσικώθηκε στο κεφάλι του, τον έκανε να το γράψει, και μετά εξαφανίστηκε και τον έκανε να μην θέλει να δει ούτε αυτή ούτε το τραγούδι.

Γιατί πολλές φόρες, όταν ανοίγεις την πόρτα και ξερνάς τα συναισθήματα σου στο χαρτί, μπορεί για τους άλλους (που δεν ξέρουν) να είναι ρομαντικό και ω-τι-γλυκό, αλλά για εσένα (που θυμάσαι την κατάσταση που σε οδήγησε να γράψεις για την εκάστοτε Μούσα) είναι άπλα ένας εμετός.

Ναι, εμετός. Γιατί όταν γράφεις για τη Μούσα σου, το κάνεις για να ξορκίσεις το κακό. Να την βγάλεις από μέσα σου και να την φυλακίσεις σε ένα κομμάτι χαρτί ή σε μια μουσική μελωδία.

Υπάρχουν φορές, που η μούσα σου είναι εκεί, δίπλα σου, και θες να δημιουργήσεις ένα κάτι τι για να την ευχαριστήσεις, αλλά δεν σου κάθεται. Κι άμα σου κάτσει, ποτέ το αποτέλεσμα δεν θα είναι το ίδιο δυνατό ή καλό, γιατί η δημιουργία δεν θα εμπεριέχει αυτό το παράπονο της απώλειας. Είμαστε μαύρος λαός, πανάθεμα μας. Τα πιο ωραία μας τραγούδια είναι για χωρισμό.

Όσον άφορα τον ίδιο το Μαρκήσιο, οι Μούσες του πάντα ήταν μακρυά του, και σας διαβεβαιώ ότι ο Ίδιος το προτιμά συνήθως έτσι. Μ’ αυτόν τον τρόπο τον βοηθάνε να σκέφτεται και να γράφει. Κι είναι καλό που δεν είναι αυτές τώρα κοντά του, γιατί είναι Μούσες του μόνο για όσο τρεμοπαίζουν κάτω απ’ τη γέφυρα που ενώνει το απτό με το αέρινο, για όσο διαρκεί η στιγμή που γίνονται κάτι μαγικό που τριγυρνά στο αυτί του και του ψιθυρίζει «γράψε, γράψε, για μένα, σου λείπω, τραγούδα με, δόξασέ με, δε θέλω μόνο ένα προοίμιο μα όλο το έργο, γράψε, γράψε, γράψε».

Ώσπου η στιγμή θα γίνει αφόρητη και θα λυγίσει ακόμα και το Μαρκήσιο, που με περισσή χάρη θα κάτσει, θα πάρει ένα κομμάτι χαρτί κι ένα ποτήρι (εντάξει: «μπουκάλι») ουίσκι και θα μείνει εκεί μέχρι να τελειώσει, ακόμα κι αν δεν κοιμηθεί τρεις μέρες ώσπου να ξορκίσει το στοιχειό.

Τότε ο Μαρκήσιος θα κοιτάξει μια το χαρτί και μια την κιθάρα, και με ένα μειδίαμα θα γυρίσει στη Μούσα και της πει «Ικανοποιήθηκες τώρα, σκύλα;»

Κι όταν η Μούσα πια φύγει ικανοποιημένη, ίσως του λείψει του Μαρκήσιου κι ίσως ψάξει πάλι να την βρει για να του ζητήσει αυτή πάλι κι άλλα.

Έτσι λοιπόν, χωρίς κάκια και με αγάπη, θα πει ο Μαρκήσιος σε όλες όσες άθελά τους γίνανε Μούσες του: «Σας ευχαριστώ, κορίτσια. Το επόμενο είναι για όλες σας».

 

Συντάκτης: Μαρκήσιος Παπαχώστας