Γράφει η Ταρσή.

Κυριακή βράδυ με βρίσκει κάπου ανάμεσα στο τρίτο ποτήρι κρασί, καθισμένη στο πάτωμα προσπαθώντας να βάλω σε τάξη το κουτί με τις φωτογραφίες μας. Θυμάμαι ότι γελούσες και μου έλεγες πως η τεχνολογία έχει προχωρήσει και εγώ ακόμη εμφανίζω φωτογραφίες. Αυτές μου έμειναν τώρα από σένα. Όχι, είμαι μια χαρά. Μάλλον είμαι πολύ καλύτερα από τότε που ήμουν μαζί σου. Δεν έψαξα να δω τι έφταιξε, βλέπεις ήξερα ήδη και ίσως αυτό να βοήθησε. Σκέφτομαι πως εσύ έχασες το παιχνίδι απέναντί μου πολύ πριν χάσεις εμένα.

Το δικαίωμά μου να σε κατηγορώ δε θα το χάσω. Γιατί για το τέλος αυτής της σχέσης είσαι ο κύριος υπεύθυνος. Ευτυχώς που η αξιοπρέπεια που σου απέμεινε το αναγνώρισε. Μόνος σου άνοιξες τα παράθυρα της σχέσης μας και η βροχή μπήκε και πλημμύρισε τα πάντα. Αλλά μήπως έτσι δε γίνεται τις περισσότερες φορές; Ξεκινάς κάνοντας όνειρα και πιστεύοντας ότι θα πεθάνετε μαζί. Και όταν είσαι ερωτευμένος, ρε παιδί μου, πολλαπλασιάζονται αυτά τα όνειρα με ταχύτητα φωτός. Καθημερινά βρίσκεις λόγους να δίνεις τροφή. Όλα μαζί σου και όλα με σένα. Τα όνειρα μετατράπηκαν σε λάθη και έμεινε ένας μεγάλος έρωτας που όσο περνούσε ο καιρός δεν κρατήσαμε ζωντανό και αφήσαμε να ξεφτίσει και να καταλήξει αβοήθητος.

Η πίστη σου ότι ο άνθρωπος που αγάπησες θα παραμείνει ίδιος ή ότι εσύ παραμένεις ίδιος μέσα στη σχέση, χωρίς να «δουλεύετε» τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος, κατέστρεψε τη ζωή μας. Και αυτή η ανελέητη βεβαιότητα: «Εμείς είμαστε μια χαρά!». Λογικό να ήμασταν μια χαρά όταν δεν κάναμε τίποτα να βελτιώσουμε το «τίποτα». Όλοι είναι μια χαρά όταν δε θέλουν να πιστέψουν στην πραγματικότητα. Μέχρι που όλα χάνονται. Γελάω, γιατί αναρωτήθηκες πριν λίγο καιρό γιατί σε μας.

Άκου, λοιπόν, να μάθεις γιατί σε μας, πρώην αγαπημένε μου. Γιατί είχες τα μάτια σου κλειστά και εθελοτυφλούσες κάθε φορά που σου έλεγα πως η σχέση μας χωλαίνει. Ξέχασες τι σημαίνει να δείχνεις την αγάπη σου. Περνούσαν μέρες χωρίς τον έρωτά σου, έγερνες δίπλα μου και ενώ έψαχνα την αγκαλιά σου εισέπραττα μόνο εκνευρισμό. Αυτή τη σχέση την έκανες τόσο στανταράκι, μέχρι που την άφησες στα αζήτητα της κοινής μας ζωής. Και εμένα με θεώρησες δεδομένη. Με έπνιξες με την ανασφάλειά σου. Τρόμαζα κάθε φορά που ένιωθα πως μια αλλαγή της ζωής σου θα είχε αντίκτυπο στη σχέση μας.

Ποτέ -και θα το ξαναφωνάξω- ποτέ δε σκέφτηκες να κάνεις ένα κλικ παραπάνω για πάρτη μου. Φρόντιζες το φαίνεσθαι και άφηνες την ουσία. Γιατί το «εμείς» έγινε «εγώ» σιγά σιγά αλλά ποτέ δεν το παραδέχτηκες. Γιατί εσύ άνοιξες την πόρτα και προσκάλεσες τον χωρισμό  σπίτι μας. Σαν να σε βλέπω μπροστά μου. Τώρα, τι; Ρέστα; Από ποιόν; Μόνο από τον εαυτό σου. Όχι, αγάπη μου, δε θα το πάρω όλο πάνω μου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ψάχνουμε να κατηγορήσουμε πάντα τον άλλον. Η τακτική των αδυνάτων είναι αυτή. Όλων αυτών που δε θέλουν να χρεωθούν έναν χωρισμό στην πλάτη τους. Εγώ έμαθα να μοιράζω την ευθύνη. Μόνο που εσύ έχεις τη μεγαλύτερη. Φώναζα και δε με άκουσες ούτε μια φορά.

Θα ξαναβάλω στο κουτί τις φωτογραφίες τακτοποιημένες και θα το ανεβάσω στο πατάρι. Όπως καταλαβαίνεις δε θέλω ούτε σαν απόσπασμα σε χαρτί να περιφέρεσαι στο σπίτι μου. Μου φτάνει που μου έμαθες να πιστεύω σε ένα τίποτα. Γιατί όταν αγαπάς και δεν κάνεις κάτι για να σώσεις τη σχέση σου, την αφήνεις στο τίποτα. Αυτό το «τίποτα» με κατατρέχει. Από σένα έφυγα από εκείνο θα μου πάρει χρόνο. Πιάνω τον μαρκαδόρο, κλείνω το κουτί και γράφω με μεγάλα γράμματα: «Οι αναμνήσεις ενός τίποτα». Καληνύχτα.