Η συζήτηση είχε ξεφύγει περίπου δύο σφηνάκια και οχτώ σπασμένα πιάτα. Το μικρό δυάρι θύμιζε σκηνή μετά από παρέλαση των Ούνων. Το φωτιστικό στη γωνία, παρέμενε αγέρωχο και όρθιο, το φωτιστικό που και οι δυο σιχαίνονταν, μα το άφησαν έτσι για να τη σπάει στον άλλον.

Κάπου στη γωνία, πεταμένα σε μια στοίβα όλα τα ρούχα που είχε εκείνη, με γαρνιτούρα τα δικά του βινύλια. Σπασμένα ένα προς ένα. Ολική καταστροφή, πεδίο μάχης, σημειώσατε πυρ. Κάπου στο χαμό ένα κρεβάτι, που πάνω του φιλοξενούσε τους δύο Ούνους της ιστορίας.

Κι όπως αρμόζει σε κάθε καθώς πρέπει καβγά, ή θα σπάσεις το κεφάλι του απέναντι, ή θα του κάνεις το πιο βρώμικο κρεβάτι. Αυτά τα κρεβάτια που επιτρέπουν νυχιές, σπρωξιές και όλα τα συναφή, σε ένα παιχνίδι εξουσίας που υποσυνείδητα θες απλώς να υπερέχεις σωματικά του άλλου. Ο ένας πάλευε να ανέβει πάνω στον άλλο, τραβούσαν το σώμα ο ενας του άλλου με το ίδιο μένος, τον κοιτάζονταν σαν αντίπαλοι.

Λίγο μετά, ήρεμοι πια από την έξαψη και το πάθος της στιγμής, θα καπνίζανε το τσιγάρο τους δίπλα δίπλα, χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα. Σιωπή. Βλέμματα αλλού. Ένα παιχνίδι για γερά νεύρα ξεκινά με νικητή εκείνον που θα υπομείνει την υστερία που πνέει στην ατμόσφαιρα και χαμένο εκείνον που θα ανοίξει πρώτα το στόμα του να «το συζητήσουμε».

 

 

Καμιά φορά όμως δεν υπάρχει κάτι ουσιώδες να συζητήσεις, κυρίως γιατί αδυνατείς να θυμηθείς καν τον λόγο που ξεκίνησε ο καβγάς. Το μόνο που θυμάσαι είναι τα νεύρα σου, είσαι έξαλλος με τον άλλον, νιώθεις εκτεθειμένος και μόνος και ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις είναι ο σωματικός, γιατί πια οι λέξεις δεν έχουν τίποτα να πουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κυρίως σωματική επαφή που επιζητείς, είναι να του σπάσεις το κεφάλι.

Εκεί όμως έρχεται το πάθος ως γενετήσια και κινητήριος δύναμη να σου βάλει ένα φρένο στα αρχικά σου ένστικτα και να σου δημιουργήσει μια επιθυμία δίχως προηγούμενο. Μια έλξη που δε μεταφράζεται σωστά και θεωρεί τον έρωτα συνώνυμο του πάθους, ενός πάθους που κάνει τον άνθρωπο ζώο. Και το πάθος είναι πάντα θολό τοπίο και δύσκολο παιχνίδι, γιατί μπλέκει τόσο περίτεχνα τα νεύρα με τα απωθημένα και τον ερωτισμό, που δεν μπορείς να διακρίνεις που αρχίζει το ένα και που τελειώνει το άλλο.

Κι ίσως μετά θα σηκωθεί ο ένας από τους δυο, θα μαζέψει την μπλούζα του από το πάτωμα και θα δέσει έναν άχαρο κόμπο το παντελόνι για να μην πέσει. Κι ο άλλος θα χαμογελάσει κρυφά, γιατί νίκησε και νικήθηκε, μα ο εγωισμός του δε θα τον αφήσει να το δείξει.

Κάποια στιγμή δυο μάτια θα συναντήσουν άλλα δυο και θα έχει πια κοπάσει όλος ο θυμός, γιατί θα έχει καταφέρει να τρυπώσει πάλι όλη η αγάπη που κρύφτηκε πίσω από τα σπασμένα βάζα. Μια αγάπη όμως που θέλει δουλειά, και μετάφραση εκ νέου γιατί πάσχει. Κι αν είναι να γεμίσει ο κόσμος σπασμένα βάζα και χυμένους καφέδες για να έρθουν μετά να τα καθαρίσουν οι αγκαλιές και τα φιλιά, τότε θα τα σπάσουν κι εκείνοι ένα ένα με όλη τους τη δύναμη.

Κι αν δε μείνουνε ποτήρια δεν πειράζει. Θα πίνουν νερό από τη βρύση. Ο έρωτας πάντα έβρισκε τρόπο. Και πάντα θα βρίσκει.