Γράφει η Εύη Ζ.

 

Μια δόση αλήθειας κι ενός γλυκού μικρού ψέματος χρειαζόμαστε λίγο-πολύ στην καθημερινότητά μας. Ανθρώπους να μας ταράξουν τα νεύρα κι ανθρώπους να ταράξουν την καρδιά και το μυαλό μας. Παίρνουμε γεύση κι απ’ τα δύο.

Είναι αυτοί που μας χαλάνε τη μέρα, έτσι απλά κι είναι οι οπτασίες της ζωής μας, που βλέπουμε, ακούμε και μιλάμε γι’ αυτές ή με αυτές και το χαμόγελο περνάει την έκταση των αφτιών. Είναι τα άτομα που θέλεις στη μέρα σου και χωρίς αυτά νομίζεις πως θα χαθεί το είναι σου κι ο κόσμος όλος.

Είναι η «δόση» σου, σαν ένας χρήστη ουσιών που δε ζει χωρίς αυτή! Έτσι κι αυτά τα πλάσματα, τρυπώνουν στη ζωή σου κι αλλάζουν όλη την κοσμοθεωρία σου κι αν τύχει και τα θαλασσώσετε και ξαφνικά χαθούν, τότε τίποτα δεν είναι πια ίδιο.

Έχει να κάνει με ανθρώπους που δένονται –άθελά τους– άσχημα με κάποιους άλλους. Σχολή, δουλειά, σπίτι, καφέδες, χωρίς αυτούς όλα άχρηστα κι ανούσια. Το κινητό άδειο. Τα social media είτε μπλοκαρισμένα είτε με αδιάφορες ενημερώσεις και μηνύματα από κλασικά γνωστά πρόσωπα.

Μηνύματα του στιλ «Είδα τον δικό σου σήμερα, μιλήσαμε λίγο. Πάμε για καφέ να τα πούμε;» για να δώσεις απαντήσεις τύπου «Μπα, πιέζομαι με τη δουλειά τελευταία, ίσως κάποια άλλη στιγμή». Ε, όχι, ρε φίλε δεν έχεις όρεξη να βγεις. Δε ζεις, δεν αναπνέεις. Αυτόν που είδε τυχαία στο δρόμο, εσύ τον βλέπεις κάθε δευτερόλεπτο, στον ύπνο σου, στις σκέψεις σου, σε φωτογραφίες, σε τυχαίους που συναντάς στο δρόμο που τους περνάς για εκείνον.

Μέχρι που έρχεται η στιγμή που όντως μετά από επιμονές των φίλων σου βγαίνεις! Κάθεστε σε μια καφετέρια, με χαμηλό φωτισμό και καπνό πέρα δώθε απ’ τους θαμώνες. Γύρω τόσος ωραίος κόσμος, μια σερβιτόρα καλλονή ή αντίστοιχα ένας κούκλος σερβιτόρος να έρχεται στο τραπέζι για παραγγελία κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι τους γδύνουν με το βλέμμα τους, εσένα να μη σε νοιάζει καν. Εσένα, που έβλεπες ωραία παρουσία και μαγευόσουν! Τι σημασία έχουν όλα αυτά, αναρωτιέσαι. «Ένα τσάι ζεστό, χωρίς γεύση». Τι να την κάνεις τη γεύση; Με τέτοια στεναχώρια οι βανίλιες και τα φουντούκια σε μάραναν.

Αναρωτιούνται όλοι τι να έπαθες κι είσαι σε μαύρα χάλια! Ξύπνησες στραβά, λες ή ότι τσακώθηκες με τους δικούς σου κι όλα καλά. Πάντα πιάνει. Λες, εκεί, καμία δύο πειστικές δικαιολογίες και σ’ αφήνουν στην ησυχία σου! Μα είναι κι αυτός ο άτιμος κολλητός που δεν πιστεύει τους δήθεν τσακωμούς κι επιμένει. Μην τα σκαλίζεις, άνθρωπέ μου, κι άσε μας στον πόνο μας.

Μέσα στη βαβούρα ακούς το όνομά του και ξαφνικά το λακκάκι του χαμόγελού σου διαγράφει επάνω μια ευτυχία. Αναθάρρεψες. Χώρισε, ακούς. Λάμπεις εσύ. Η μουσική ξαφνικά έχει στίχους έρωτα και χαράς. Οι φίλοι σου έγιναν ήρωές σου κι η καρδιά μπήκε και πάλι στη θέση της.

Σκέφτεσαι, να χαρείς; Κι αν χώρισε; Εσένα θα σε θυμηθεί; Γιατί να σε θυμηθεί; Καβάτζα είσαι; Κι αν τα ξαναβρούν; Κι έρχεται η στιγμή που παίρνεις αποφάσεις.

Λόγια είπε πολλά, πράξεις δεν έκανε ποτέ. Γιατί να κάνει τώρα; Αν είσαι εσύ πάντα εκεί χαλί να σε πατήσουν και δεν το εκτιμούν, κάν’ τους λάσπη και πάτα τους εσύ! Απόδειξε πρώτα στον εαυτό σου κι ύστερα σε όλους τους άλλους πως παιχνίδι δε γίνεσαι κανενός -κι ας πονάς. Πονάει πολύ να λιώνεις για κάποιον κι οι καταστάσεις ή κι ο ίδιος να μη βοηθούν ποτέ. Απωθημένα και μπλα μπλα!

Πάψε πια. Ζήσε. Ονειρέψου! Προχώρα. Χωρίς τη «δόση» σου. Απεξαρτήσου. Για σένα καν’ το! Μην αρρωσταίνεις άλλο. Είναι άπειρα δύσκολο, μα δάγκωσε τα χείλια και συνέχισε. Οι άνθρωποι που γνωρίζεις πάντα κάτι καλό σου δίνουν κι ας λήξει η ιστορία άδοξα. Τα παθήματα να γίνονται μαθήματα.

Όπου ακούς πολλά κεράσια, έχε μόνο τη χούφτα σου, ούτε καν μικρό καλάθι! Το ξέρω. Το ζω καθημερινά. Ξέρω τι να περιμένω και τι όχι! Κι ίσως μια μέρα καταφέρουμε τα κρυφά μας σκοτεινά απωθημένα να γίνουν μια παλιά γλυκόπικρη ανάμνηση.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη