Γράφει η Ταρσή

Ξέρεις, πιστεύω πως οι άνθρωποι με κάποιο περίεργο τρόπο, ακόμη και όταν πάψουν να είναι μαζί, κρατάνε μυστικούς κώδικες. Άλλοι μπορεί να το λένε και τηλεπάθεια. Και χθες, ήρθες στα όνειρά μου να με φροντίσεις, ίσως ξέροντας πως δεν είμαι καλά. Και ‘γω σε υποδέχτηκα και σ’ άφησα να το κάνεις. Κι όσο, αυτό γίνεται, η νύχτα έχει μαγεία κι ο ύπνος μου είναι γαλήνιος.

Η ανάγκη όμως της παρουσίας σου είναι τόσο μεγάλη που δε μου φτάνει ένα όνειρο. Ξυπνάω και σ’ αναζητώ. Ασυναίσθητα απλώνω το χέρι μου στο υπόλοιπο του κρεβατιού, στο μαξιλάρι σου που είναι άδειο για να χαϊδέψω τα μαλλιά σου, στη δική σου πλευρά. Φυσικά δεν υπάρχεις. Και τότε η νύχτα παίρνει άλλη μορφή κι ο ύπνος φεύγει. Με αποχαιρετάει και μ’ αφήνει μόνη με τις ζωντανές αναμνήσεις σου. Κι εκεί ξεκινάει το μαρτύριο.

Πού να κοιτάξω και να μη σε δω; Στις φωτογραφίες σου; Στον αγαπημένο σου πίνακα απέναντι από το κρεβάτι μας; Έχω αποπειραθεί να τα μαζέψω αρκετές φορές, να τα καταχωνιάσω, να τα εξαφανίσω και πάλι κάτι τέτοιες νύχτες βγαίνουν οι αναμνήσεις και σε ψάχνουν. Τρέχω και ‘γω μαζί τους να σε ξαναφέρω κοντά μου. Να τα ξεθάψω από ‘κει που είναι κρυμμένα και να πάρουν τη θέση τους στο δωμάτιο. Γιατί μόνο έτσι σ’ έχω κοντά μου. Και γιατί μόνο έτσι θέλω πλέον να σ’ έχω κοντά μου. Σαν όνειρο, σαν ανάμνηση.

 

 

Οτιδήποτε άλλο από σένα δε το χρειάζομαι. Η φυσική σου παρουσία, μου τσάκισε τη ζωή. Ποιος θέλει έναν αργό θάνατο; Σίγουρα ανάμεσα σ’ όλους όσους πουν όχι, είμαι κι εγώ. Και παρ’ όλο που τα δάκρυα είναι πολλές φορές κάθαρση, ο λόγος που έρχονται είναι πια ξεκάθαρος. Κλάψε γι’ αυτό που ένιωσες κι όχι γι’ αυτόν που το ένιωσες, λέω στον εαυτό μου. Γιατί εκείνος δεν αξίζει κανένα από τα δάκρυά σου. Γιατί η γιγαντόσωμη εμφάνισή του κρύβει ένα μικρό ανθρωπάκο που ελάχιστα είναι αυτά που μπορεί να προσφέρει.

Καλός τοκογλύφος κι η ζωή. Σ’ αφήνει να μαζεύεις αποθέματα αγάπης και δοτικότητας για να χαρίσεις απλόχερα και μετά σου φέρνει κάποιον που είναι αδαής στην εκτίμηση και φτηνός στις εξηγήσεις και στα παίρνει όλα. Μου λένε να μη ασχολούμαι πλέον. Να σε ξεχάσω. Και ξέρεις τι απαντώ; Πως δε θυμάμαι εσένα. Θυμάμαι αυτά όλα που έκανα εγώ μέσα από σένα και για σένα. Αυτά είναι που πονάνε. Ο έρωτας που έφτυσες κατάμουτρα. Οι αλήθειες που ντράπηκες να πεις και οι δικαιολογίες σου που με έπνιξαν.

Σκάω ένα χαμόγελο σκεπτόμενη πως περιμένω μια εξήγηση που δε θα έρθει ποτέ. Με λες και βλάκα. Γελάω πια, με την απίστευτη άνεση της γλώσσας σου να χρησιμοποιεί το «για πάντα». Αν υπήρχε αστυνομία λέξεων θα έπρεπε να σε βάλει ισόβια για εξαπάτηση με πρόθεση. Πολλές φορές δεν ξέρω ποιον να πρωτολυπηθώ. Εμένα που τα πίστεψα ή εσένα που θα συνεχίσεις να τις χρησιμοποιείς και θα σε πιστεύουν. Πάντως, τώρα που το σκέφτομαι, άνθρωπος που είναι άξιος της μοίρας του, δεν του πρέπει λύπηση. Και ‘συ είσαι ένας απ’ αυτούς.