Γράφει η Χ.

 

Απουσίες. Πόσες μέτρησες, αλήθεια, εσύ φέτος; Πόσες παρουσίες δεδομένες έχασες μέσα στο χρόνο που πέρασε; Ανθρώπους που αγάπησες και νοιάστηκες περισσότερο απ’ το καθετί. Γιατί αν και στο πίσω μέρος του μυαλού μας έχουμε πως το «για πάντα» είναι μια ψευδαίσθηση που δημιουργούμε, ο χρόνος έρχεται και σκορπά αυτά που σαν φύλλα αιωρούνται στο παρόν μας.

Άνθρωποι που μας έκαναν να νιώσουμε χαρά, αγάπη και θυμό. Άνθρωποι που μας έκαναν να νιώσουμε ζωντανοί και μας ξύπνησαν πρωτόγνωρα για μας συναισθήματα. Άνθρωποι που θα δίναμε και τη ζωή μας ακόμη να μην έφευγαν από πλάι μας ποτέ. Γιατί στο φευγιό τους, κάτι βράδια μοναχικά που η σιωπή βασιλεύει, αυτές οι στιγμές ζωντανεύουν στο μυαλό μας, θυμίζοντάς μας τι πάει να πει να ρέει αυτό το συναίσθημα στο αίμα μας. Να είναι άπιαστος μόνο ο ουρανός πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Μεγαλώνοντας έμαθα πως ο κάθε άνθρωπος που θα ‘ρθει βιαστικά στη ζωή μας και θα κάνει μια εκκωφαντική και φανταχτερή είσοδο κρατά στα δικά του χέρια ένα μάθημα. Για μας και για ‘κείνον. Γιατί είναι στη φύση των ανθρώπων να φεύγουν κάθε που το μέσα τους πνίγεται σε ρουτίνες και «πρέπει». Γιατί στα δύσκολα οι φυγές δίνουν τη ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Μα οι φυλακές, όσους δρόμους κι αν διαβούμε, θα είναι μέσα μας. Σε κάθε λόγο που ξεστομίζουμε ξανά με την ελπίδα πως αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι αλλιώς.

Οι άνθρωποι θα είναι καταδικασμένοι πάντα να φεύγουν. Κι όσο κι αν πολεμάνε να μείνουν, δε θα τα καταφέρουν ποτέ. Τα κορμιά φεύγουν, οι ψυχές ταξιδεύουν κάθε που νιώθουν τον πόνο να κυλά μέσα τους. Κάθε που ξαπλώνουν σε αυτά τα κρεβάτια με την πλάτη τους στο άλλοτε δικό τους δοξασμένο μισό, κάθε που ξυπνάνε κοιτάζοντας αυτές τις χαραμάδες φωτός στις φυλακές που χτίσανε θυσιάζοντας τις επιθυμίες τους και τον δικό τους εαυτό στα πρέπει των άλλων γύρω τους.

Για κάθε δάκρυ που ρίξαμε, για κάθε άνθρωπο που αφήσαμε πίσω μας, για κάθε στιγμή που έφυγε και δεν μπορούμε να ξαναβρούμε, τα πόδια μας θα μας παίρνουν σχεδόν μηχανικά πια στα φευγιά. Λίγο δισταχτικά, λίγο στις μύτες των ποδιών μας, μα κάθε που ο αέρας θα κτυπά το πρόσωπό μας θα ανοίγουμε τα βήματά μας ξανά και ξανά τρέχοντας μακριά από το καθετί.

Μέχρι να βρουν μια σκιά να ξαποστάσουν. Μέχρι που η καρδιά να νιώσει πως το μισό που ζητά χωρίς καμιά πίεση, χωρίς να κόψουμε λίγα κομματάκια για να ταιριάζει, βρήκε αυτό το μισό που τη συμπληρώνει.  Κι ας είναι κι αυτό ταλαιπωρημένο, κι ας θέλει το χρόνο του να κολλήσει, θα βρει το δρόμο του.

Όσο υπάρχουν άνθρωποι που τα βράδια κοιτούν τον ουρανό και στη σκέψη τους έχουν πως εκείνο το αστέρι που κοιτούν το κοιτάνε άλλες πόσες ψυχές, θα υπάρχει πάντα μια φυγή μέσα στο σκοτάδι σε άλλο μέρος, σε άλλη χώρα, σε κάποιο στενό που κάποιος αποφάσισε να βρει αυτό που του λείπει.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη