Δεν είσαι ένα απλό απωθημένο.

Πάνε 15 χρόνια που μετράω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Ή μάλλον, συνειδητοποιώ ότι 15 χρόνια δε βγήκες ποτέ από τη ζωή μου κι ας μην υπήρξες ποτέ. Έρωτας κεραυνοβόλος. Παραδόθηκα στα πράσινα μάτια σου και στο δυναμικό περπάτημά σου. Περίμενα να σε δω να περνάς για να πάρω λίγο τη δόση μου.

Κάποιες λίγες κουβέντες τότε, μια παρεξήγηση μεταξύ μας και μετά χαθήκαμε. Περνούσε ο καιρός χωρίς να μαθαίνω νέα σου, χωρίς να σε βλέπω. Ήθελα να έρθω να σε βρω αλλά φοβόμουν. Φοβόμουν μη με απορρίψεις, όχι μόνο ερωτικά αλλά και φιλικά. Εσύ παντρεμένος με 2 παιδιά κι εγώ να ζητάω την προσοχή σου, το φαντάζεσαι;

Τόσα χρόνια έψαχνα να σε βρω. Κι αν όχι κυριολεκτικά, έψαχνα να σε βρω μέσα στις σχέσεις μου. Περίεργο ε; Ενώ δε σε είχα ποτέ. Ενώ δεν ήξερα καν τη γεύση από τα φιλιά σου και τη μυρωδιά της ανάσας σου. Κι όμως σε έψαχνα.  Από το 2013 υπήρχες μέσα μου συνέχεια κι ας μη σε άκουγα, ας μη σε έβλεπα. Ώσπου τέλη του 2022, χτυπάει το κινητό μου και μου προτείνουν να έρθω να δουλέψω εκεί που δουλεύεις εσύ. Έκρηξη συναισθημάτων, ανυπομονησία, χαρά, φόβος, άγχος.

Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν την πρώτη μέρα. Τι περίεργο και πάλι! Ένιωθα ότι με άγγιζες ενώ ήσουν μακριά. Δε μου μίλησες. Έκανες ότι δε με θυμάσαι. Κι εγώ προχώρησα χωρίς να σου μιλήσω. Έπειτα, έψαχνα κάθε πιθανό τρόπο για να σου πιάσω κουβέντα και τον είχα βρει. Αγόρασα μια ζακέτα με τον snoopy- θυμόμουν ότι σου άρεσαν κάποιες παιδικές φιγούρες. Και ναι! Τα κατάφερα! Σε έκανα να μου μιλήσεις, ακούμπησες τη ζακέτα μου και μου έκανες το πρώτο σου κομπλιμέντο.

Αρχίσαμε να μιλάμε, ανταλλάξαμε τηλέφωνα κι αρχίσαμε να ερχόμαστε πιο κοντά. Τα μάτια μας είχαν πάρει φωτιά. Άρχισες να δαγκώνεις τα χείλη σου σε κάποιες μας κουβέντες κι εγώ ήθελα να γίνω το μυστικό σου. Ώσπου ήρθε η πρώτη μας επαφή. Έκανα την κίνηση στο ασανσέρ να σε φιλήσω. Έκανα αυτό που δεν τολμούσες να κάνεις εσύ. Κι εκείνα τα δευτερόλεπτα, έγινα ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στη γη!

Οι κουβέντες μας πολλές, τα φιλιά μας λίγα και στα κρυφά. Δεν είχες το θάρρος να προχωρήσεις παρακάτω. Γούσταρες. Καιγόσουν. Το ίδιο κι εγώ. Περνούσε ο καιρός και τη μια με έδιωχνες από κοντά σου, ενώ την άλλη με τραβούσες πάλι πίσω. «Είμαστε παράξενα δεμένοι, γνώριμοι και ξένοι, σ’ έναν φόβο πουλημένοι κι οι δυο», όπως λέει και το τραγούδι. Παράξενα δεμένοι λοιπόν, καθόμασταν και μιλούσαμε με τις ώρες και τρομάζαμε με τα κοινά που έχουμε.

Κι έτσι, πέρασε κι άλλο ο καιρός και μέσα σε μια μέρα με διώχνεις εντελώς από τη ζωή σου. Και να ‘μαι τώρα, με κομμάτια 15 χρόνων, 20 φιλιών, αιώνιας καψούρας. Να ‘μαι τώρα, που ενώ εσύ μου ζητάς να σταματήσουμε, εγώ ψάχνω τρόπους για να αρχίσουμε. Και τελικά, μια απορία μου έμεινε, πώς μπορείς εσύ και συνεχίζεις παρακάτω; Σε παρακαλώ, μάθε μου κι εμένα.

ΥΓ: Άραγε τον έφτιαξες εκείνον τον δεινόσαυρο που έλεγες ότι θα έχουμε για μυστικό, κοινό κατοικίδιο;