Γράφει η Αναστασία Κ.

Με την Μπέτι περνούσα από εκείνο το σημείο καθημερινά. Γυρνώντας απ’ τη δουλειά είναι ελαφρώς πιο ερημικός αλλά ο πιο σύντομος δρόμος. Εννοείται πως τον προτιμώ, αν είναι να με πάει σπίτι μια ώρα αρχύτερα.

Την Μπέτι την οδηγώ χρόνια. Παλιά και μεταχειρισμένη ήδη όταν την πήρα, ωστόσο υπήρξε το πρώτο αμάξι που αγόρασα με το γούστο και τα λεφτά μου. Τζιπ ήθελα, λεφτά δεν είχα, οπότε ήταν η δεύτερη καλύτερη επιλογή. Τη βρήκα σκονισμένη σε μια μάντρα αυτοκινήτων, πίσω-πίσω στ’ αζήτητα. Με τσίμπησε ακαριαία στην καρδιά· αυτό ήταν, είχα βρει τ’ αμάξι μου.

Βλέπεις, τα παρατημένα λίγη προσοχή θέλουν κι ανθίζουν αμέσως στα χέρια σου. Την πήρα από ‘κει, την έφερα στα ίσα της και την ονόμασα Μπέτι. Υποθέτω ότι το έκανα επειδή έχει πιασίματα, είναι μπαμπάτσικο αμάξι. Εγώ απ’ αυτά δεν έχω, αλλά αν ήμουν μια πληθωρική γυναίκα, Μπέτι θα ήθελα να με φωνάζουν.

Περνούσαμε, λοιπόν, από εκείνο το σημείο καθημερινά, μα μόνο τώρα τελευταία είχα αρχίσει να παρατηρώ ένα μουσούδι να μισοφαίνεται πού και πού στη στροφή. Έστησα κι εγώ καραούλι και μια μέρα που το ξαναείδα σταμάτησα στο πλάι λίγο πιο κάτω και προχώρησα αποφασισμένη να μάθω σε ποιον ανήκει. Το πλασματάκι οπισθοχώρησε, μόλις μ’ ένιωσε και το μόνο που μπόρεσα να δω ήταν δύο κουμπιά να γυαλίζουν ανάμεσα στα κλαδιά και το φύλλωμα. «Πολύ καλά, φίλε μου. Αύριο να με περιμένεις περισσότερο προετοιμασμένη.»

Την επομένη κουβάλησα ένα μπουκάλι γάλα κι ένα τρυφερό, ζουμερό κομμάτι κρέας. Τ’ ακούμπησα και τα δύο μπροστά στην τρύπα του και στάθηκα παραδίπλα να κόψω αντίδραση. Το πλασματάκι δεν κούνησε ρούπι παρά τις μυρωδιές και το πειναλέο βλέμμα. Ποιος το είχε σημαδέψει τόσο βαθιά, που το έκανε ν’ αποστρέφεται σε τέτοιο βαθμό την επαφή; Θα μου έπαιρνε περισσότερο χρόνο και κόπο να σκοτώσω το τερατάκι μέσα του και να επαναφέρω στο φως την κουνιστή του ουρά.

Οι μέρες που ακολούθησαν καθιέρωσαν ένα τέμπο στις συναντήσεις μας. Σταματούσα κάθε φορά που επέστρεφα απ’ τη δουλειά, έβλεπα το προηγούμενο φαΐ εξαφανισμένο κι άφηνα το φρέσκο. Καμία σωματική επαφή, μόνο δύο μάτια-τρύπες στο βάθος του φυλλώματος και μια μουσούδα που μελετούσε και μάθαινε τη μυρωδιά μου. Οι προθέσεις μου ειρηνικές και κυρίως επίμονες. Είχα αποφασίσει ότι θα τα κατάφερνα.

Ένα απόγευμα δεν άφησα ποτέ το κομμάτι κρέας κάτω. Συνέχισα να το κρατάω στα χέρια μου και στήθηκα ευθεία απέναντι για να με βλέπει. «Έλα να μου το πάρεις. Εμπιστεύομαι τα δόντια σου, εμπιστέψου το χέρι μου.» Έκανε ένα βήμα. Έκανε και δεύτερο. Έκανε όλη την απόσταση και σταμάτησε στο εκατοστό. Η μύτη του ήταν το πρώτο πράγμα που με χαιρέτησε. Τα ρουθούνια του δούλευαν εντατικά. Οσμίστηκε το φαΐ στο χέρι μου, τον αέρα τριγύρω, την ασφάλεια που ανέδιδα. Στο τέλος αποφάσισε ότι τίποτα το ανησυχητικό δεν είχα κι επιτέλους τέντωσε δόντι να φάει απ’ τη χούφτα μου. Όλο κι όλο αυτό ήταν, αλλά για πρώτη φορά καταδέχτηκε την παρουσία μου.

Η αρχή αυτή έδωσε αφορμή για μια περίοδο στη σχέση μας βαθιά ελπιδοφόρα. Έβγαινε πλέον ο κύριος στην άκρη του δρόμου και με περίμενε να φανώ. Το μουσούδι του ακούμπαγε υγρό στα γόνατά μου κι η γλώσσα του έγλειφε χορτάτα τα δάχτυλά μου μετά το φαγητό. Το σώμα του άρχισε να γεμίζει ανάμεσα στα κόκαλα κι η ουρά του να κουνιέται ασύστολα σε κάθε μας συνάντηση. Μέρα με τη μέρα ελευθερωνόταν απ’ το άσχημο παρελθόν κι έβρισκε τον χαρούμενο αγαπησιάρη εαυτό του. Δεν πίεζα· άφηνα την εξέλιξη να έρθει φυσικά και με την ώρα της.

Το σημείο που τ’ άλλαξε όλα συνέβη ένα βραδάκι, εκεί που ετοιμαζόμουν να φύγω για το σπίτι. Ικανοποιημένος ο φίλος μου έβαλε το κεφάλι κάτω απ’ την παλάμη μου κι έσπρωξε να ζητήσει αγκαλιά. Είχαμε καταφέρει μαζί να κάνουμε το βήμα. Τον χάιδεψα ανάμεσα στα μάτια και τον άφησα για ώρα ακουμπισμένο πάνω στα πόδια μου μέχρι να σηκωθεί μόνος του. Ήμουν θετική ότι σύντομα θα μ’ άφηνε να τον πάρω κι επισήμως σπίτι.

Την άλλη μέρα, όμως, εξαφανισμένος. Έκατσα ώρα έξω απ’ το αμάξι, στο γνωστό σημείο συνάντησης, αλλά δε φάνηκε. Κρύωσα κι έφυγα. Επέστρεφα κάθε απόγευμα για μία βδομάδα, για να διαπιστώνω την απουσία του. Ανησύχησα, κόντεψα να σκάσω. Την τελευταία μέρα εμφανίστηκε , αλλά δε ζύγωσε. Τον κάλεσα, του σφύριξα, του γλυκομίλησα· τίποτα. Άπλωσα το χέρι μου να τον σιμώσω, γρύλισε. Τον άγγιξα, γυρνά και με δαγκώνει.

Δεν άφησε σημάδι, δεν έκανε πληγή. Είμαι αρκετά ικανή για να προστατευτώ. Μόνο ήθελα να τον βουτήξω απ’ το σβέρκο, να τον κάνω να με κοιτάξει μες στα μάτια και να του πω.

«Μάτια μου όμορφα, μη φεύγεις απ’ την αγάπη. Το βλέπω ότι το παρελθόν σε χάραξε. Πέρασαν γυναίκες που σε πρόδωσαν, σε κορόιδεψαν κι άλλες που σε θέλησαν προσωρινά. Μα μην τρέχεις απ’ το χάδι· το χάδι θα σε κάνει καλά, δεν το νιώθεις; Ανοίξου. Ο ίδιος απομονώνεις τον εαυτό σου απ’ τις χαρές που πέφτουνε στα πόδια σου. Μείνε κι άφησε την αγάπη να βρει ξανά το δρόμο της προς εσένα. Άφησέ τη να κάνει τη δουλειά της.»

Δεν είχα την ευκαιρία. Από εκείνη τη μέρα δεν τον ξαναείδα. Άκουσα μόνο από μακριά τη φωνή του απ’ τις παραδίπλα γειτονιές. Γύριζε προσπαθώντας να μάθει τι του φταίει. Εύχομαι την επόμενη που θα βρεθεί να τον γοητεύσει να την κρατήσει λίγο παραπάνω στη ζωή του. Εύχομαι να δει ότι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις είναι να ξαναγαπήσεις και να ξαναγαπηθείς.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη