Περπάτησα κατά μήκος της παραλίας. Πώς είχα βρεθεί εδώ δεν ξέρω. Μάλλον με ξέβρασε το κύμα της απόφασης.

Είχα κουραστεί να είμαι η τέλεια υπάλληλος. Εκείνος έμενε εδώ, είχε ένα μικρό σπίτι, πολύ κοντά στον μικρό φάρο κι εγώ στην πόλη ζούσα μέσα στο άγχος. Ζούσα πάνω απ’όλα μακριά του.

Μια μέρα παράτησα την δουλειά, πήρα τα τελείως απαραίτητα και χτύπησα την πόρτα του. Χωρίς προειδοποίηση.

Το μικρό του σπίτι είχε πολύ υγρασία. Μύριζε μούχλα. Εργασιομανής καθώς ήμουν εγώ, τον έστρωσα στην δουλειά. Θυμάμαι ακόμα την ημέρα που ασπρίζαμε τους τοίχους. Πήρε το πινέλο και με ζωγράφισε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

Τι φλογερή νύχτα! Καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα καυτό- απαλλαγμένοι από σκοτούρες- πάνω στο νάυλον που είχαμε στρώσει για να μην λερώσουμε το πάτωμα.

Ο φάρος έγινε η ζωή μας. Ήταν ο ένας και μοναδικός μας γείτονας. Αυτός και οι γλάροι. Με μια μικρή έρευνα καταφέραμε να πάρουμε άδεια να τον κατοικήσουμε, αρκεί να τον συντηρούμε.

Το φως που άλλοτε προειδοποιούσε τα καράβια για να μην πέσουν στα βράχια, έγινε ο προμαχώνας του έρωτά μας.

Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ένιωθα κάτι τόσο δυνατό για έναν άνθρωπο. Το κορμί του ήταν η λάβα κι εγώ το ηφαίστειο. Το σώμα μου η αμμουδιά κι εκείνος το κύμα. Εγώ η έρημος κι αυτός η όαση.

Ζούσαμε και ζούμε αποκομμένοι μέχρι και αυτή την στιγμή. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Δε μας ταϊζει η αγάπη μας φυσικά, αλλά μας δίνει την ενέργεια να προχωράμε παρέα.

Η καθημερινότητά μας στο χωριό λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω συνεχίζεται, αλλά δεν μας απομακρύνει καθόλου η δουλειά και οι σκοτούρες της.

Το μυστικό μας ένα. Κάθε βράδυ κάνουμε έρωτα. Όχι από υποχρέωση. Όχι επειδή το θέλει ο ένας. Θέλουμε και οι δυο. Όση ένταση έχουμε μέσα μας, τη βγάζουμε στο κρεβάτι μας. Δύσκολα πιστεύω θα βρεθεί άλλο ζευγάρι που είναι τόσα χρόνια μαζί και να ‘χουν τη δική μας χημεία.

Πριν μερικές εβδομάδες, φύγαμε από τις δουλειές μας για λίγα μόνο λεπτά γιατί νιώσαμε την ανάγκη να εκτονώσουμε την επιθυμία μας. Ο ένας για τον άλλο.

Το βράδυ γυρίσαμε πάλι στον φάρο μας και επαναλάβαμε, με ρυθμό αργό αυτή την φορά.

Το που βρίσκεται το μέρος που περιγράφω δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει στον χάρτη. Δεν θα το βρείτε πουθενά. Είναι αόρατο στον κόσμο που δεν αγάπησε όπως εγώ αυτόν κι εκείνος εμένα.

Απόψε καθίσαμε παρέα, τυλιγμένοι στις κουβέρτες μας, στο δωμάτιο του προβολέα του φάρου. Οι κούπες μας γεμάτες ζεστό τσάι, μας θύμισαν μια μέρα, πριν κάποια χρόνια που είχαμε τσακωθεί.

Τον λόγο δεν κατάφερε κανένας μας να τον θυμηθεί.

Εκείνη την βραδιά, πήραμε μόνο μια απόφαση. Πως ήρθαμε στον κόσμο για να συναντηθούμε, να ζήσουμε και να γεράσουμε παρέα.

Οι όρκοι μας παντοτινοί. Εως να μας βρουν στο κρεβάτι, έχοντας δώσει ο ένας την τελευταία του πνοή στον άλλο.

Διόλου μοιρολατρικοί. Απλά ταγμένοι. Υπόδουλοι του έρωτα που μας έκανε δακτυλοδυκτούμενους στις μικρές κοινωνίες.

Εύχομαι να βρείτε όλοι έναν τέτοιο έρωτα. Αλλά δεν θέλω να σας απογοητεύσω. Είναι λίγοι οι άνθρωποι που θα μπορέσουν να δουν την ζωή στην τόσο εξαιρετική έκδοσή της.