Γράφει ο Αντρέας.

Πέμπτη βράδυ. Έκλεισα το γραφείο κι είπα να πάω στο στέκι μου για ένα ποτό στα όρθια. Η δικιά μου θα έλειπε. Είχε κανονίσει σινεμά με τις φίλες της, οπότε δεν θα είχα πρόβλημα με την ώρα.

Κάθισα μπάρα και παρήγγειλα Tanqueray. Άναψα τσιγάρο και είδα την άγνωστη Χ. τρία σκαμπό πιο πέρα να με περνά από ακτινογραφία.

Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτο το tattoo στη ραχοκοκαλιά της και καθόταν σταυροπόδι με τα τακούνια από τις μυτερές κόκκινες γόβες της να τρίβονται ερωτικά το ένα πάνω στʼ άλλο.

Εντυπωσιακή παρουσία, από εκείνες που δε περνούν απαρατήρητες από το αντρικό μάτι που ξέρει να ξεχωρίζει το καθαρόαιμο θηλυκό.

Φυσούσε άγρια σεξουαλικότητα από τον τρόπο που δάγκωνε τα χείλη της μέχρι το πώς περνούσε τα μαλλιά της πίσω από το αυτί.

Όταν βεβαιώθηκε πως τα μάτια μου έμεναν κολλημένα πάνω της, ξεκίνησε το παιχνίδι με το σώμα. Άλλαξε πόδι αφήνοντας επίτηδες να φανεί για λίγα δευτερόλεπτα το εσώρουχο της κι άρχισε να χαϊδεύει τον λαιμό της, φτάνοντας στο τέλος να περνά το χέρι της μέσα από τη σχισμή του μπούστου της.

Ξεροκατάπια και κατέβασα μια γουλιά gin να παγώσει λίγο το μυαλό μου μπας και συνέλθω.

Είχα μείνει αποχαυνωμένος να τη παρατηρώ καθώς έκανε κύκλους γύρω από το ποτήρι, νιώθοντας να στριμώχνομαι άγρια μέσα στο παντελόνι μου από αυτή τη παράσταση καύλας που παιζόταν μπροστά μου με εκείνη πρωταγωνίστρια.

Βούτηξε το δάχτυλο της μέσα στο λευκό κρασί και το έβαλε μέσα στο στόμα της, εκσφενδονίζοντας μου ένα πονηρό γελάκι.

Είχα πάρει φωτιά αλλά απολαμβάνοντας τη κατάσταση, ήθελα να εντείνω την αγωνία του πράγματος και έτσι δε πήγα να της μιλήσω.

Ήμουν περίεργος άλλωστε να δω πού το πήγαινε.

Έκανα νεύμα στον barman να τη κεράσει άλλον έναν γύρο απʼ ό,τι έπινε.

Ακούμπησε το γεμάτο ποτήρι μπροστά της και μʼ έδειξε για να καταλάβει από ποιον ήταν το κέρασμα. Εκείνη πήρε το ποτήρι, το ύψωσε στον αέρα και χωρίς να το πιει το άφησε κάτω μαζί μʼ ένα πενηντάευρω, πήρε τη τσάντα της κι έφυγε.

Εγώ από την άλλη είχα μείνει μαλάκας να τη κοιτάω καθώς περνούσε τη πόρτα χωρίς να καταλαβαίνω την αψυχολόγητη συμπεριφορά της.

Η τύπισσα με φλέρταρε επί δυο ώρες κι όχι μόνο δεν έκανε κίνηση να με χαιρετίσει έστω φεύγοντας αλλά δε γύρισε ούτε το κεφάλι προς τα πίσω καθώς απομακρυνόταν από το μαγαζί.

Πλήρωσα βιαστικά κι έτρεξα πίσω της. Την πρόλαβα στο parking τη στιγμή που άνοιγε τη πόρτα του αυτοκινήτου της.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» τη ρώτησα. Γέλασε ειρωνικά χωρίς να μου δώσει καμιά απάντηση πέρα από ένα ξερό καληνύχτα που μου έστριψε σα πατσαβούρι στα μούτρα.

Θόλωσα.

Όρμισα πάνω της, έκλεισα με δύναμη τη πόρτα και της κόλλησα τα χέρια στο τζάμι του αυτοκινήτου ρίχνοντας όλο μου το βάρος.

«Ο,τι είναι να κάνεις, καν’το αργά και βασανιστικά» ψιθύρισε.

Ελευθέρωσα το ένα μου χέρι, ανέβασα με μια κίνηση το φόρεμα κι έκοψα το δαντελένιο της εσώρουχο.

Ξεκίνησα να τη παίρνω όπως ακριβώς μου είχε ζητήσει.

Το parking ήταν άδειο αλλά το άγχος να φανεί κάποιος ανά πάσα στιγμή, μʼ έφτιαχνε και μου ανέβαζε την αδρεναλίνη στα ύψη.

Ακούγοντας τη να σπαρταράει μέσα στα χέρια μου, ήρθε και ο δικός μου οργασμός βίαιος και κοφτός κάνοντας τα πόδια μου να τρέμουν.

Χαλάρωσα το κράτημα. Κατέβασε το φουστάνι της, μου έδωσε ένα φιλί δαγκώνοντας με δυνατά, μπήκε στο αμάξι κι έφυγε χωρίς καν να μου πει τʼ όνομα της.

Περίεργη γυναίκα! Δυο φορές σʼ ένα βράδυ μʼ έφερε σε αμηχανία. Το λες και ταλέντο.

Κατηφόρισα για βρώμικο στη Μιχαλοπούλου με τη σκέψη μου κολλημένη στο απρόσμενο της βραδιάς και με τʼ άρωμα της να γλιστράει από τις παλάμες μου.

Γυρνώντας μετά από μια ώρα στο σπίτι, βρήκα τη κοπέλα μου να έχει βγει μόλις από το μπάνιο και να στεγνώνει τα μαλλιά της.

Η ταινία είχε αποδειχτεί μάπα και γύρισε νωρίτερα.

«Τα χείλη σου έχουν ματώσει» μου είπε.

«Μάλλον από το κρύο θα ’ναι. Θες να κάνουμε τίποτα απόψε;» τη ρώτησα.

Άφησε τη πετσέτα να γλιστρήσει στο πάτωμα και με πλησίασε, έχοντας πιάσει και οι δυο το νόημα.

Δεξιά χαμηλά στη μέση της, βρισκόταν παράσημο μια εκτεταμένη κοκκινίλα. Χαμογέλασα, τη πήρα στα χέρια μου και την οδήγησα στο δωμάτιο.

Την είχα κερατώσει πολλές φορές με άγνωστες που φορούσαν το πρόσωπο της, απολαμβάνοντας νύχτες ωμού, κτηνώδους έρωτα στα πιο απίθανα μέρη. Το ίδιο κι εκείνη.

Στο τέλος της περιπέτειας όμως, καταλήγαμε να κυλιόμαστε στα σεντόνια της κρεβατοκάμαρας μας, κλεισμένοι σε ζεστές αγκαλιές και αγγίγματα φροντίδας, με το πρωί να μας βρίσκει αντικριστά και τα χνώτα μας να ενώνονται κάτω από τις αχτίδες του ηλίου.

Απατούσα τη κοπέλα μου με τη κοπέλα μου μέσα από τα παιχνίδια ρόλων που επιλέγαμε κάθε φορά να υιοθετήσουμε.

Έτσι θέλαμε κι έτσι αντιλαμβανόμασταν την ουσία της σπίθας ανάμεσα στους εραστές.

Έτσι ερωτευόμασταν κάθε φορά από την αρχή.

Ποιος μπορεί να μας κατηγορήσει για αυτό;