Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου είναι το ασανσέρ. Είναι τρομαχτικό, παραδεχτείτε το. Μοιάζει με αιωρούμενο κλουβί. Μικρό, στενό κι άβολο. Καταραμένη εφεύρεση κατ’ εμέ, για αυτό και πάντα χρησιμοποιώ τις σκάλες, ακόμη και αν έχω να ανέβω έξι ορόφους. Όμως λένε πως όταν κάτι το αποφεύγεις συστηματικά, κάποια στιγμή θα το βρεις μπροστά σου.

Εκείνη η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά από το πρωί. Αλλά εγώ πήγαινα κόντρα, νομίζοντας πως θα τη γλυτώσω. Είχα κλείσει ένα ιατρικό ραντεβού για μια εξέταση ρουτίνας. «Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;» Ήταν αυτή ακριβώς η σκέψη που δεν έπρεπε να κάνω. Έφτασα στην παλιά πολυκατοικία που στεγαζόταν το γραφείο του γιατρού, λιγάκι καθυστερημένη. Στο κουδούνι έλεγε πως βρισκόταν στον τέταρτο όροφο και μάζεψα δυνάμεις για την κουραστική άνοδο.

Μπαίνοντας όμως στην πολυκατοικία, αντίκρισα μια πληθώρα επίπλων να κλείνει την είσοδο προς τις σκάλες και μόνη οδό διαφυγής, το απαρχαιωμένο ασανσέρ. Οι παλάμες μου άρχισαν να ιδρώνουν. Έπρεπε να νικήσω τον φόβο μου και έτσι χωρίς πολύ σκέψη, στριμώχτηκα στο κουβούκλιο με άλλα τρία άτομα. Το κουμπί για τον τέταρτο ήταν ήδη πατημένο, αλλά ένιωθα την κρίση πανικού να κοντοζυγώνει.

Στον πρώτο όροφο κατέβηκε ο κύριος με το χαρτοφύλακα και στον τρίτο η κυρία με τα ψώνια. Το «κελί» άδειασε λίγο και αισθάνθηκα ελάχιστα πιο άνετα. Ο νεαρός που είχε μείνει μαζί μου φαινόταν απολύτως ψύχραιμος και σίγουρα αναρωτιόταν αν ανέπνεα. «Ένας όροφος είναι, φτάνουμε» σκέφτηκα. Και τότε κάποιος πάνω από τα σύννεφα, πρέπει να γέλασε δυνατά.

Ξεκινώντας για τον τέταρτο, το ασανσέρ αποφάσισε πως είχε κουραστεί πολύ. Άρχισε λοιπόν να τρέμει, να μας κουνάει ωσάν φραπέ και τελικά σταμάτησε. «Παναγία μου σταμάτησε;» ρώτησα το νεαρό δίπλα μου και από την έκφρασή του κατάλαβα πως μάλλον ήμουν άσπρη σαν το πανί. «Ναι» απάντησε εκείνος με μια ψυχραιμία. Άνθρωπέ μου, είμαστε τέσσερα πατώματα πάνω από το έδαφος, κρεμασμένοι μέσα σε ένα παλιό ασανσέρ, δείξε λίγο συναίσθημα πριν αποτρελαθώ. Η κρίση πανικού είχε όντως φτάσει και με είχε κυριεύσει για τα καλά.

«Τι θα κάνουμε; Παναγία μου θα πεθάνουμε» φώναζα και χτυπούσα την πόρτα σαν να μην υπήρχε αύριο. Και μετά λιποθύμησα. Όταν μετά από λίγο συνήλθα, ο νεαρός, που έμαθα ότι τον έλεγαν Κώστα, είχε πατήσει το κουμπί έκτακτης ανάγκης και είχε καταφέρει να συνεννοηθεί με έναν κύριο από τον τρίτο, ώστε να καλέσει την πυροσβεστική. Η ντροπή μου ήταν απερίγραπτη. Πρέπει να φάνηκε, κι ο Κώστας αποφάσισε να μου πιάσει την κουβέντα για να ξεχαστώ.

Καθόμασταν δίπλα-δίπλα στο πάτωμα και κοιτάζαμε την κλειστή πόρτα. Κάποια στιγμή, άρχισε να μιμείται το πώς έκανα πριν λιποθυμήσω και σκάσαμε και οι δυο στα γέλια. Γύρισα να τον κοιτάξω και μείναμε για λίγο παγωμένοι, ο ένας στα μάτια του άλλου. Ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα και σίγουρα δεν ήταν από το χαλασμένο ασανσέρ. Τελικά δεν χρειάζεται και πολύς χρόνος για να έρθεις κοντά με έναν άνθρωπο. Λίγη κουβέντα και λίγα γέλια είναι αρκετά.

Αρχίσαμε να μιλάμε για τις ζωές μας και κάποια όνειρα που είχαμε αφήσει στο συρτάρι. Κάτι τέτοιες στιγμές σού δείχνουν τι θέλεις πραγματικά να κυνηγήσεις. Δεν μας ένοιαζε πια η πυροσβεστική, ούτε που καθόμασταν στο βρώμικο πάτωμα. Θέλαμε χρόνο να γνωριστούμε μέσα σε αυτό το παράδοξο. Με ρώτησε ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανα μόλις θα βγαίναμε σώοι και ασφαλείς και εγώ απάντησα ένα ζεστό μπάνιο. Εκείνος είπε πως θα έτρωγε παγωτό. Φλεβάρη μήνα.

Κάπου μεταξύ τρίτου και τέταρτου ορόφου ένα ασανσέρ σταμάτησε και εγώ σωριάστηκα. Κάπου μεταξύ τρίτου και τέταρτου ορόφου συνήλθα και βρέθηκα να φλερτάρω. Είχαμε ξεχάσει πού βρισκόμασταν και απλώς μιλούσαμε ασταμάτητα. Μια μικρή κίνηση έμενε, αλλά κανείς δεν έκανε το βήμα. Θα φαινόταν γελοίο και παρωχημένο.

Μπορούσα να καταλάβω ότι το σκεφτόταν και εκείνος, αλλά δίσταζε. Και ύστερα θυμήθηκα τα λόγια μιας φίλης «Το φιλί είναι αγάπη, να δίνετε αγάπη στους ανθρώπους, το έχουν ανάγκη». Έσκυψα προς το μέρος του και δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο. Μέσα σε ένα παλιό, σταματημένο ασανσέρ έπαθα κρίση πανικού και ξεπέρασα το φόβο μου. Όταν ήρθε η πυροσβεστική, μας βρήκε να γελάμε αγκαλιά. 

Συντάκτης: Πόπη Κονοφάου