Γράφει η Ρίτα.
Αν κάποια στιγμή το δεις αυτό που γράφω τώρα, είμαι σίγουρη πως αρχικά θα χαμογελάσεις και με το κεφάλι πέρα δώθε θα αναρωτηθείς: «Τι πήγε κι έκανε πάλι;»
Την απάντηση την ξέρεις.
«Ό, τι κι αν κάνω για ‘σένα είναι λίγο».
Αυτή η φράση είναι το μότο μου, το ρητό μου, η αγαπημένη μου. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Δεν έχω πιστέψει τίποτε άλλο περισσότερο στη ζωή μου. Μόνο αυτό κι ας έχω διαβάσει τόνους βιβλία.
Ναι. Τίποτα δεν μπορεί να ξεπληρώσει αυτό που έκανες εσύ για ‘μένα.
Μ’ αυτό το κείμενο θέλω απλώς να το πω και να το δει έστω κι ένας ακόμη. Ξέρεις πόσο κουράγιο μπορώ να δώσω σε κάποιον;
Φυλακή. Εγώ τη βίωσα από μέσα. Εσύ απ’ έξω. Εγώ στην κυριολεξία κι εσύ στη μεταφορά.
Είκοσι πέντε μήνες εγώ στην κυριολεξία κι εσύ άλλους τόσους στη μεταφορά.
Θα μου πεις πως σε καιρό κρίσης υπάρχουν πολλοί σαν εμένα. Δεν αμφιβάλλω ούτε και θα φέρω αντίρρηση. Μόνο μια παρατήρηση θα κάνω. Ο καθένας το ζει και το περνάει διαφορετικά.
Εφτακόσιες εβδομήντα μέρες στο πιο ψυχρό κτίριο του κόσμου. Γιατί; Τι άλλο; Χρέη. Λάθος επιχειρηματική κίνηση, λάθος λογιστές, λάθος συμβουλές, ένα μεγάλο γενικό λάθος.
Μέσα σε ‘κείνο το χαμό, μπήκες στη ζωή μου. Όταν σε έβλεπα ανάσαινα κανονικά και οι παλμοί μου ήταν στα φυσιολογικά επίπεδα. Μόνο τότε έβλεπα λίγο φως.
Φυσικά και δε σου είχα πει τίποτα. Εσένα δε σε ήθελα μέρος του προβλήματος μου. Εσένα σε ήθελα μέρος της ζωής μου. Ήθελα να είσαι αυτό το κάτι που μου έδινε την ελπίδα ότι δεν είναι όλα μαύρα.
Όταν βγήκε η απόφαση, ήμασταν ζευγάρι οχτώ μήνες. Θυμάσαι; Στο απόγειο του έρωτα ήρθε το εισιτήριο μου για το κελί τριάντα τρία.
Τι να σου πω; Τι να σου εξηγήσω; Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σου στείλω ένα γράμμα με το δικηγόρο μου. Για να σου εξηγήσω για ποιο λόγο θα έλειπα για λίγο καιρό. Αφού δεν κάπνιζα, ασφαλώς και δεν πήγα για τσιγάρα.
Και τώρα χαμογελάς. Το ξέρω. Υπάρχει και μια περίπτωση να έχεις κοκκινίσει και λίγο από ντροπή που σε εκθέτω. Μην ανησυχείς. Μπορεί ν’ αλλάξω λίγο τ’ όνομα μου.
Δέκα οχτώ χιλιάδες τετρακόσιες ογδόντα ώρες με σκέψεις. Ναι, κοιμόμουν κιόλας αλλά και τους εφιάλτες, σκέψεις τους θεωρώ.
Κι εσύ να μου γράφεις κάθε μέρα γράμματα και να μου τα στέλνεις μαζεμένα με το δικηγόρο. Δεν είχες, βλέπεις, το δικαίωμα να έρχεσαι.
Όταν ένιωθα να μου τελειώνει το οξυγόνο εκεί μέσα, διάβαζα δυο γραμμές σου κι ανέπνεα. Κι ας είσαι ανορθόγραφος.
Κι όταν βγήκα ήσουν ακόμη εκεί. Και μέχρι να ξανασταθώ στα πόδια μου ήσουν εκεί. Κι όταν πεταγόμουν μέσα από τον ύπνο μου ήσουν εκεί.
Το πιο σπουδαίο, όμως, είναι πως αγνόησες τους πάντες και τα πάντα. Ξέρω ή μπορώ να φανταστώ τι θ’ άκουγες για τη σχέση σου με την πρώην φυλακισμένη.
Το ξέρω πως δεν διέπραξα έγκλημα. Η ρετσινιά, παρ’ όλα αυτά, θα είναι για πάντα ρετσινιά.
Σε λίγο θα σηκωθώ να κλείσω και την τελευταία βαλίτσα. Μου είπες ότι στη νέα μας πόλη που δε θα μας ξέρουν θα ζήσουμε καλύτερα.
Ό, τι κι αν μου λες θα σε πιστεύω, να το ξέρεις. Κι ό, τι κι αν κάνω για ‘σένα θα είναι λίγο.
Αν μπορούσα θα χτυπούσα ένα τατουάζ στο μέτωπο που θα ‘λεγε «ευχαριστώ και σ’ αγαπάω».
Καλύτερα, όμως, να μη σε εκθέσω άλλο. Ε;