Γράφει η Μελίνα Λογοθετίδη.

 

Κάθε Αύγουστο ακολουθώ το ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Συνήθως βρίσκομαι καλοκαιρινή σεζόν σε κάποιο ελληνικό νησί και περνάω αμέτρητες νύχτες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή παρακολουθώντας ξανά και ξανά τα «Φθηνά Τσιγάρα». Προσμένω να χαθώ στους δρόμους και να συναντήσω εκείνον τον έρωτα που θα αναιρέσει την κοσμοθεωρία μου σχετικά με το παιχνίδι της αγάπης. Όπως ο Χαραλαμπίδης έζησε τον έρωτά του σε μια βραδιά, με τον ίδιο τρόπο κι εγώ γνώρισα εσένα μια καλοκαιρινή νύχτα.

Μπορώ να ταυτιστώ με τον πρωταγωνιστή μας, διότι κι εγώ συλλέγω στιγμές και αναμνήσεις. Όταν θέλω να ξεφύγω από τον κόσμο και τα πρέπει του, τρέχω και χάνομαι στη συλλογή μου. Στο κουτάκι των αναμνήσεών μου που προστέθηκες κι εσύ. Είσαι ίσως η πιο οδυνηρή μου ανάμνηση. Στους δρόμους ενός νησιού βρεθήκαμε από τύχη. Ένα νησί που μας σημάδεψε και ζήσαμε τις πιο όμορφες στιγμές σε ένα μέρος που μόνο άγνωστο δεν είναι πλέον. Όταν φύγω ένα κομμάτι μου θα μείνει εδώ. Ένα μέρος μου θα θαφτεί στην άβυσσό του να μας περιμένει να επιστρέψουμε για να ζήσουμε τον έρωτά μας.

 

 

Διανύω το καλοκαίρι μου, ένας ακόμα Αύγουστος περνάει από μπροστά μου. Κάμποσα βράδια με όμορφα φεγγάρια και λουλουδάτα αρώματα. Φτάνω στο σημείο να παγιδεύομαι στη γοητεία σου. Αυτό το καλοκαίρι πίστευα ότι δε θα συναντήσω τον έρωτα κι όμως είμαι εδώ, αντιμέτωπη με τη δίψα μου για σένα και συναισθήματα που δεν μπορώ να ελέγξω.

Τα χάνω όταν σκέφτομαι τα μάτια και το βλέμμα σου, με στοιχειώνουν μερόνυχτα ολόκληρα. Θέλω να γράψω ποιήματα γι’ αυτά, αλλά κανένα ποίημα δε θα τα χωρέσει. Πώς να χωρέσεις τόση θάλασσα σε λίγες λέξεις; Θάλασσα φουρτουνιασμένη τα μάτια σου. Γίνε κύμα κι έλα. Δε θα σε δαμάσω, θα βυθιστώ μέσα σου. Όταν πια δε θα είσαι εδώ, θα υπάρχει χαραγμένη η μορφή σου στο άδειο κρεβάτι, με τη μυρωδιά σου να περιπλανιέται στον χώρο κι εμένα να στέκομαι εκεί και να περιμένω καινούργιους Αύγουστους σαν εσένα, με σένα. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Γιατί ό,τι δεν είναι εσύ, απλώς δεν είναι αρκετό. Γιατί όποιος δεν έχει συναντήσει το χαμόγελό σου, δεν έχει γνωρίσει την πραγματική λάμψη της ευτυχίας. Κι εγώ ήμουν τυχερή που την γνώρισα και την άγγιξα έστω για λίγο.

Τα χρόνια θα περνούν και άνθρωποι θα συνεχίζουν να έρχονται και να φεύγουν απ’ το δικό μας νησί. Θα κάνουν βόλτες στους δρόμους που περπατούσαμε μαζί κι εγώ θα αναπολώ και θα σκέφτομαι εσένα να χάνεσαι στα σοκάκια. Θα φέρνω τον ήχο της φωνής σου στη σκέψη μου. Καθώς όλοι θα περπατάνε ξέγνοιαστοι, εγώ θα γνωρίζω πως συνάντησα την πραγματική ευτυχία όταν περπάτησα στο πλευρό σου. Θα είμαι ευγνώμων που το έζησα. Ένας Αύγουστος που θα παραμείνει δικός μας για πάντα. Κάπου εδώ θα επικαλεστώ τα λόγια του Χαραλαμπίδη. «Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι». Δε σ’ έφερε τυχαία ως εδώ.