Γράφει η Άγνωστη Δ.

 

Είναι βράδυ, ούτε νωρίς ούτε αργά. Θα έλεγα πως είναι από εκείνα τα βράδια που δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί με κυνηγάνε οι τύψεις, οι τύψεις που δεν έσωσα τον εαυτό μου, που δεν κατάφερα να με υπερασπιστώ. Δεδομένης της κατάστασης τώρα με τις καταγγελίες δημοσίων προσώπων, η πικρία μου για το δικό μου περιστατικό όλο και μεγαλώνει και θέλω να αναφερθώ σε αυτό για να νιώσω πως ίσως έκανα κάτι για εμένα αλλά και να δικαιολογήσω το «Γιατί τώρα; Γιατί όχι τότε;».

Ήμουν 14 χρονών όταν ερωτεύτηκα κι αγάπησα έναν μεγαλύτερό μου κατά 10 χρόνια. Έκανα σχέση μαζί του και για ένα χρονικό διάστημα περνούσα υπέροχα· λόγω της ηλικίας μου δεν έβλεπα ελαττώματα και περίεργες συμπεριφορές κι ίσως μέχρι και λίγο πριν χωρίσουμε να μην υπήρχαν. Όταν νευρίαζε, κάποιες φορές, τα έβαζα με τον εαυτό μου, έλεγα «εσύ φταις, δεν είσαι αρκετά ώριμη γι’ αυτόν τον άντρα». Έφευγα από το σπίτι μου κρυφά για να τον συναντήσω, μόνο για μια λέξη και μια αγκαλιά, έκανα κοπάνες από το σχολείο για κρυφές συναντήσεις σε παρτάκια.

Μια μέρα όμως εξαφανίστηκε από τη ζωή μου, με χώρισε χωρίς βέβαια να μού το αναφέρει επί λέξη. Εγώ ως μικρή και πληγωμένη, τότε, του ζήτησα τα ρέστα για τη συμπεριφορά του. Το βράδυ της επόμενης μέρας που τού έστειλα το μήνυμα, ήρθε να με βρει. Ξεκίνησα τη συζήτηση για το τι ακριβώς συνέβη και με άφησε, εκείνος αρνούνταν να μού απαντήσει, ώσπου κάποια στιγμή, άρχισε να με βρίζει έντονα με εμένα να απαντάω και να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Μέχρι τη στιγμή που τα χέρια του ακούμπησαν κι έσφιξαν τον λαιμό μου. Η επόμενη κίνησή του ήταν να με χαστουκίσει.Ένιωθα ότι εκείνη τη στιγμή απλώς με χτυπούσε χωρίς ίχνος φόβου, ή λύπησης έστω.

Προσπάθησα να φύγω από το μέρος που ήμασταν και με κυνήγησε να με κρατήσει, με τραβούσε από τα μαλλιά, με έσερνε στο πάτωμα και προσπαθούσε να με κρατήσει εκεί βρίζοντάς με. Με έβλεπε να κλαίω και να μην μπορώ να πάρω ανάσα από τον φόβο αλλά και τον πόνο και αναρωτιόταν γιατί κλαίω· μάλλον θεωρούσε πως είναι ένα είδος παιχνιδιού που εγώ το ευχαριστιέμαι. Το κακό όμως δε σταμάτησε εκεί. Όταν τού ζήτησα να με πάει σπίτι (καθώς ήμασταν σε ένα ερημικό μέρος όπου δεν περνούσε άνθρωπος ούτε στα 100 μέτρα) ενώ αρχικά ξεκίνησε, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρισκόμασταν κι άρχισε να με φιλάει έντονα και να μ’ ακουμπάει. Δεν μπορούσα να αντιδράσω, είχα χάσει όλες τις αντοχές μου, ήξερα ότι και να φώναζα κανείς δε θα με άκουγε. Υπέκυψα χωρίς τη θέλησή μου. Κάθε άρνηση για εκείνον ήταν κατάφαση κι ο φόβος μου του προσέφερε ικανοποίηση.  Ήταν πιο δυνατός από εμένα κι ήξερε πως δεν μπορώ να αντιδράσω σε αυτό που κάνει. Με διέλυσε.

Κάποια χρόνια μετά, θέλοντας να μάθω το γιατί, βρεθήκαμε τυχαία και τον ρώτησα κατάμουτρα. Η απάντησή του; «Κάτι θα έκανες κι εσύ». Έφυγα διαλυμένη γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια δεν είχε το θάρρος να ζητήσει μια συγνώμη ή έστω να αναγνωρίσει το λάθος του. Γιατί δε μίλησα ποτέ; Γιατί δεν το αναφέρω δημόσια και στέλνω ανώνυμα την καταγγελία μου, ακόμη και σήμερα; Γιατί φοβήθηκα, ζούσα σε μια μικρή κοινωνία που δε θα καταλάβαινε τι σημαίνει κακοποίηση και ταυτοχρόνως θα τα έριχναν σ’ εμένα γιατί είμαι γυναίκα και «κούνησες κι εσύ την ουρίτσα σου» και «τι δουλειά είχες με τον μεγάλο;».

Τώρα πια, μετά από 8 χρόνια, συμφιλιώθηκα με τα τραύματά μου ως ένα σημείο. Η ζωή έχει την τάση να επιστρέφει συμπεριφορές είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Πλέον ζω ευτυχισμένη με έναν άντρα που με λατρεύει και τον λατρεύω και σκοπεύω να κάνω οικογένεια μαζί του, ενώ εκείνος ταλαιπωρείται, νιώθει τον φόβο ότι καταστρέφεται. Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει πάντα σε ένα δικαστήριο. Το δικαστήριο πολλές φορές είναι η ίδια μας η ζωή.