Γράφει η Μαρία Αναγνωστοπούλου

 

«Μ’ αρέσει η καινούργια φωτογραφία προφίλ σου γιατί γελάς.»

Είχε δίκιο. Το γέλιο μου ήταν πραγματικό εκείνη την στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία. Εκείνη την ώρα που το κοιτούσα μου φαινόταν τόσο πολύτιμο. Αλλά το κάνω σπάνια με την ψυχή μου από τότε που ξαναεμφανίστηκες.

Γιατί γύρισες; Έναν λόγο πες μου. Φρόντισε όμως να είναι καλός. Για να πιστέψω πως δε γύρισες πίσω απλώς για να παίξεις πάλι μαζί μου. Και ξέρεις γιατί θέλω να το πιστέψω; Γιατί πάνε χρόνια από τότε που σε γνώρισα. Και κουράστηκα να περιμένω.

Τόσες λίγες συναντήσεις και τόσες λίγες στιγμές που μπορώ να μετρήσω. Τόσα πολλά όμως τα συναισθήματα που ποτέ δεν είπα. Οι κινήσεις μου το αποδείκνυαν. Το είχες καταλάβει εξάλλου. Το ότι απέφευγες να μιλάς γι αυτό σε έκανε τόσο δειλό και φοβητσιάρη. Μα ζητούσα τόσα πολλά; Απλά να γινόμουν ένα κομμάτι της ζωής σου. Τι ανησυχούσες; Δε θα έπιανα πολύ χώρο στην πολυποίκιλη καθημερινότητά σου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Μόνο να δω πως έστω και λίγο νοιάζεσαι. Να δω πως κι εσύ κρατάς τις ίδιες αναμνήσεις μ’ μένα.

Εκείνη την φορά στο σπίτι σου. Τη μία και μοναδική φορά που ένιωσα πως θα μπορούσα να γίνω κομμάτι σου. Μπαίνοντας σε εκείνο τον μικρό χώρο και βλέποντάς σε να κινείσαι μέσα σ’ αυτόν με έκανε να αισθάνομαι άβολα. Κοιμόσουν εκεί. Διάβαζες εκεί. Άκουγες μουσική εκεί. Έπαιζες κιθάρα εκεί. Όλα αυτά, οικεία για σένα. Μόνο εγώ ήμουν ξένη.

Στεκόμουν όρθια στο τέλος του διαδρόμου σαν να έχω καταπιεί κοντάρι κοιτώντας δεξιά και αριστερά. Με κοίταξες απορημένος. «Γιατί δεν κάθεσαι; Βγάλε τα παπούτσια σου και ανέβα στο κρεβάτι, αν θες. Σαν στο σπίτι σου», είπες και έβαλες μουσική στο λάπτοπ. Δεν ήθελα να ακουμπήσω τίποτα εκεί μέσα. Ήθελα να θυμάμαι τον χώρο ακριβώς έτσι. Μ’ εσένα να κάθεσαι στο γραφείο και να στρίβεις τσιγάρο και να ψάχνεις αναπτήρα. Κι ύστερα να με κοιτάς έντονα. Σταμάτα να το κάνεις αυτό. Με μαγεύουν αυτά τα μάτια.

Τυχερό το τσιγάρο που είχε μείνει μετέωρο στα χείλη σου. Το ζήλευα. Του άναβες φωτιά, έπαιρνες τζούρα κι εκείνο το καημένο καίγονταν, απλά και μόνο για σένα. Για να σε ευχαριστήσει. Δεν είχε θέμα να καεί γιατί ήξερε πως το χρειαζόσουν. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν πρόκειται ποτέ να είχα την ίδια μοίρα με το τσιγάρο σου. Σου άρεσε να με καις. Δεν ξέρω αν σε ευχαριστούσα, αλλά ποτέ δε με χρειάστηκες. Εμένα πάντως δεν μου άρεσε να καίγομαι. Όχι μόνη μου τουλάχιστον. Ήθελα να καούμε μαζί.

Και τώρα, που όλα αυτά που θυμάμαι αρχίζουν και ξεθωριάζουν και θολώνουν, τώρα είναι που φοβάμαι. Είναι πολύ λίγα για να με αφήσεις μόνο με αυτά. Δεν το καταλαβαίνεις; Φοβάμαι να συνεχίσω μόνο μ’ αυτά. Πάντα θα θέλω περισσότερα.