Γράφει η Σοφία.

 

Πώς να με χωρέσει εμένα ένας έρωτας;

Θα πέφτουμε για ύπνο και θα το σκάω τις νύχτες από τα παράθυρα. Θα τρέχω, όχι μακριά σου, αλλά όλο και πιο κοντά στον εαυτό μου, σ’ εκείνον που έχω βαλθεί να κάνω στην άκρη.

Πώς να με χωρέσει η αγκαλιά σου, που όσο τη λαχταράω, άλλο τόσο θέλω και ν’ αποδράσω; Πώς να φιμώσω την έφηβη μέσα μου, που θέλει να κάνει φιγούρα στις βιτρίνες και κάθε βράδυ να προσποιείται κι άλλο ρόλο, να αφηγείται κι άλλη ιστορία; Πώς να σου πω ότι θα είμαι ως τ’ άπειρο μαζί σου, όταν ξέρω καλά ότι σε κανέναν δεν πρόκειται ν’ ανήκω; Πώς να σε βάλω συνταξιδιώτη όταν το ταξίδι είναι τόσο συναρπαστικό μόνο επειδή αλλάζει διαρκώς παρέα και προορισμό;

Και πώς να πληγώσω τόσους ανθρώπους, πρώτα και κύρια εσένα, που πίστεψαν ότι μαζί σου θα σοβαρευτώ; Πώς να τους πω ότι δε θέλω; Ότι θέλω να τα κάνω όλα ξανά από την αρχή; Πώς θα αντέξω να σε σπρώξω πίσω; Πώς θα καταστρέψω το θεριό; Πώς θα με συγχωρέσω για το κακό που προκαλεί αυτή η πουτάνα η ανυποταξία μου;

Θα μπορούσα να σου ζητήσω ένα διάλειμμα, να βάλω το φιτίλι ν’ αρχίσει η κουβέντα, θα μπορούσα να φύγω ένα πρωί με αξιοπρέπεια, να το κλείναμε φιλικά κι ωραία, με αγάπη, με σεβασμό. Θα μπορούσα ναι, αλλά δε θα το κάνω γιατί είμαι κότα. Και γιατί όσο και να μη με χωράει ο έρωτάς σου, αν τον χάσω θα τον ψάχνω σαν τρελή. Κακομαθημένη, βολεμένη και φοβισμένη. Γιατί; Ποιος δεν είναι; Εκείνους που τους βλέπεις να το παίζουν επαναστάτες, εκείνοι είναι οι πρώτοι. Για να τ’ ακούνε οι ίδιοι τα λένε. Ξέρεις πόσους επαναστατικούς λόγους έχω βγάλει εγώ;

Αλλά όταν η κουβέντα φτάνει σε σένα, όσο λάθος είναι να μείνω, άλλο τόσο είναι να φύγω. Κι ανάμεσα σε αυτά τα δύο λάθη στέκομαι παθητική να βλέπω το κάθε μέρα μας να περνάει χωρίς να ξέρω ούτε το ποιοι είμαστε, ούτε το πού πάμε, ούτε το τι θέλουμε. Η ζωή μας σαν ταινία που ένας αλκοολικός και κατά πάσα πιθανότητα παρανοϊκός σκηνοθέτης έχει αποφασίσει να παίξει με τις διαθέσεις μας. Σχεδόν σαν να τον βλέπω, πίσω από τα φώτα, αραχτό στην πάνινη πολυθρόνα του. Να καπνίζει και να χασκογελάει, μαριονέτες στα χέρια του, να μας πηγαίνει κάθε μέρα κι αλλού, σχεδόν πειραματόζωα.

Αυτές τις μέρες είναι που πνίγομαι όσο άλλες και θέλω μόνο να βγω από το σπίτι. Να ξεκινήσω να περπατάω και να στρίβω κάθε φορά και σε άλλο στενό, να καταλήγω σ’ ένα μπαρ ξημερώματα, να συστήνομαι ως Λόλα, να μεθάω και να γυρνάω σπίτι γρήγορα πριν από σένα. Να ξαπλώνω δίπλα σου, να σ’ αγκαλιάζω σφιχτά κι έτσι πνιγμένη στις τύψεις να σ’ αγαπάω περισσότερο από ποτέ.

Ποιος να ‘θελε μια τέτοια ζωή θα με ρωτήσεις. Μόνο εκείνος που δεν μπορεί να έχει μία διαφορετική.