Γράφει η Ρ.

 

Πώς να μπορέσω να προχωρήσω όταν ξέρω πως υπάρχεις εσύ; Πώς να προχωρήσω όταν ξέρω πως δε θα υπάρξει άλλος να με κάνει να νιώσω όπως ένιωσα με σένα; Είναι από τις αλήθειες που νιώθει το σώμα σου κι όχι η λογική σου. Από τις αλήθειες που νιώθεις μέχρι το μεδούλι.

Δε θα υπάρξει άλλος να μ’ αγκαλιάσει όπως εσύ. Κρύψου στην αγκαλιά μου έλεγες κι ένιωθα πως κρυβόμουν από τον κόσμο όλο. Κανείς δεν μπορούσε να με πειράξει. Ήταν αγκαλιά σου σαν ασπίδα προστασίας. Όταν χωνόμουν εκεί δεν υπήρχαν προβλήματα, ανησυχίες κι έγνοιες. Μ’ έπιανες από το χέρι κι εξαφανιζόντουσαν τα πάντα γύρω μου. Υπήρχες εσύ μόνο.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που με έπιασες από το χέρι. Δεν είχε συμβεί ακόμη τίποτε μεταξύ μας, δεν είχαμε πει τίποτε. Κι όμως με πιάνεις απ’ το χέρι και περπατούσαμε στα σοκάκια σαν να ήμαστε ζευγάρι χρόνια. Τέτοια οικειότητα είχαμε από την πρώτη στιγμή. Ναι, φαντάζει λίγο σαν ρομαντική νουβέλα αλλά αυτή ήταν η αλήθεια μου τότε. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήμουν τόσο τυχερή και σε γνώρισα. Κι όλες εκείνες οι φορές που βγαίναμε και χάναμε την αίσθηση του χρόνου. Περνούσαν τέσσερις ώρες και τις νιώθαμε για μία. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε κι αστειευόμασταν με τον χρόνο που έτρεχε κατοστάρι σε αγώνα δρόμου όταν ήμαστε μαζί. Ερχόσουν κάτω απ’ το σπίτι μου για ένα φιλί και καταλήγαμε να περνάμε ώρες μέσα στο αμάξι.

Κι εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ που συγκινήθηκα κι έτρεχαν τα δάκρυα στο πρόσωπό μου. Ήθελα να φύγω από δίπλα σου να πάω να τα σκουπίσω, να κρυφτώ. Έτσι έχω μάθει. Και δε με άφησες. Με κράτησες στην αγκαλιά σου σφιχτά και δε μ’ άφηνες να φύγω. Τότε ένιωσα πρώτη φορά πως με είδες. Διαπέρασες όλα τα τείχη και τις άμυνες κι είδες την ψυχή μου απογυμνωμένη. Τρομακτικό πράγμα. Είναι σαν να πηγαίνεις στον πόλεμο δίχως πανοπλία κι όπλα. Κι όμως, με έκανες να νιώσω πως είμαι ασφαλής ακόμη κι αν έχεις δει τα πιο βαθιά μου και τα πιο κρυφά μου.

Θυμάμαι κι εκείνα χειμωνιάτικα βράδια που κοιμόμασταν αγκαλιά. Φοβόσουν τόσο πολύ να μην κρυώσω που άναβες τη θέρμανση στο φουλ και με σκέπαζες συνέχεια. Εγώ  η κουτή νευρίαζα γιατί καταλήγαμε να ξυπνάμε ιδρωμένοι. Κι ήταν κι ένα πρωί που εσύ κοιμόσουν, αλλά εγώ είχα ξυπνήσει και σε χάζευα. Αυτή την εικόνα έχω κρατήσει από σένα. Είναι ίσως η μόνη που δεν έχει ξεθωριάσει ακόμη στο μυαλό μου.

Και μετά ήρθε το τέλος. Δεν ήθελες αρκετά. Δεν το είπες πότε ξεκάθαρα, αλλά το κατάλαβα. Είναι δύσκολο να πάρω απόφαση πως εσύ ήσουν το καλύτερο για μένα ενώ εγώ δεν ήμουν το καλύτερο για σένα. Γιατί, αν θες αρκετά, ξεπερνάς όλα τα εμπόδια και τα κολλήματα. Φεύγω αλλά, είπες. Δεν υπάρχει αλλά στο σε θέλω αγάπη μου.

Και τώρα πως προχωράμε; Τα κλειδώνουμε όλα αυτά σε μια βαλίτσα και την πετάμε στα μεγαλύτερα βάθη της ψυχής μας. Προσποιούμαστε πως όλα είναι καλά, μέχρι να είναι όλα καλά. Πως δεν έγινε ποτέ. Ξέρω όμως, πως πάντα θα σε συγκρίνω με τον επόμενο και με τον κάθε επόμενο. Και κανένας δε θα σε ξεπεράσει. Γιατί εσύ με είδες πραγματικά. Κι εγώ κρατούσα μια σιγουριά πως θα τα πηγαίναμε καλά. Αλλά είπαμε, μάλλον δεν ήθελες αρκετά. Οπότε σηκώνουμε το κεφάλι, μαζεύουμε τ απομεινάρια και προχωράμε.