Γράφει η Νάνσυ. 

 

«Με αγάπησες;» Λόγια που έμειναν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό μου. Μη με ρωτάς γιατί. Ελάχιστες λέξεις ήταν μονάχα που ξεστόμισες πάνω στο θυμό σου. Κι όμως η επίδρασή τους, πάνω στον άτρωτο για εμένα εαυτό μου, πόνεσαν πιο πολύ και από σφαίρα που σκίζει τη σάρκα. Μια απλή ερώτηση, που κάτω από άλλες συνθήκες εγώ θα σου γελούσα κι η απάντηση που θα έδινα θα κάλυπτε με μεγάλη ευκολία την ανασφάλειά σου. Τώρα όμως ήταν όλα αλλιώς.

Κοίταζα τα βουρκωμένα σου μάτια, τα χείλη σου να τρέμουν και τις γροθιές σου να σφίγγουν. Είδα την ψυχή σου να τσαλακώνεται, άκουσα το κρακ από το ράγισμα της καρδιάς σου κι ένιωσα την αγάπη σου να φεύγει. Έσφαλα και το ήξερα. Τι ήταν όμως αυτό που θα μπορούσες να μου προσάψεις, ύστερα από όλα αυτά που ανέχτηκα εγώ από πλευράς σου;

Ο λαιμός μου ξεράθηκε κι η φωνή μου έκλεισε. Σε πόνεσα εσκεμμένα, γιατί ήθελα να μάθεις από πρώτο χέρι πόσο θυμό σου κράτησα. Και τα κατάφερα, αν με ρωτάς. Σε λύγισα, σου ξερίζωσα την καρδιά από την θέση της κι ας ορκιζόμουν πως δεν είχες. Άραγε, εγώ γιατί ένιωσα να πονάω το ίδιο με εσένα; Κερδισμένη δεν ήμουν; Εσύ πεσμένος στο έδαφος κι εγώ από πάνω να ζητωκραυγάζω το θρίαμβο μου.

Όταν αγαπάς, πονάς κι αυτό είναι νόμος. Θέλεις να χαρείς με την χαρά και λυπάσαι με τη λύπη του άλλου. Θέλεις να κρατήσεις το χέρι του ανθρώπου σου όταν είναι έτοιμος για ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο. Θέλεις να του λες πως τον αγαπάς και ας το ξέρει. Πες το έτσι, για να του δώσεις δύναμη. Δεν το χρωστάς, το θέλεις.

Όσο περνάει η ώρα, νιώθω τα πόδια μου να μ’ εγκαταλείπουν. Θέλω να πέσω στην αγκαλιά σου και να σου ζητήσω συγνώμη. Υποφέρω που σ’ έφερα σε αυτή την κατάσταση. Γιατί εγώ μπορεί να μην ήξερα να σ’ αγαπώ.Ήθελα όμως να σε αγαπώ. Όσο κι αν με πλήγωσαν οι επιλογές σου, όσο και αν έπρεπε να δώσω ένα οριστικό τέλος σ’ αυτό που θέλαμε να λέμε δεσμό, για να πάψω να είμαι εκτός πραγματικότητας, εγώ ήμουν πάντα εκεί. Να σε καρτερώ με τα χέρια ορθάνοιχτα, για να βρεις μια αγκαλιά να βολευτείς.

Άραγε μπήκες ποτέ στον πειρασμό ν’ αναρωτηθείς γιατί είμαι ακόμη κοντά σου; Δεν μπορεί. Οφείλω να παραδεχτώ πως έφτασες πολύ κοντά στα όριά μου. Αρνούμαι να δεχτώ πως αδιαφόρησες για το λόγο ύπαρξής μου δίπλα σου.
Γιατί είχα εθισμό. Στο κορμί σου, το βλέμμα σου, τη μοναδική γεύση των χειλιών σου. Πώς μπορώ να ξεχάσω τις καλές μας στιγμές; Γιατί, ναι ρε γαμώτο, είχαμε και από αυτές. Θυμάσαι κάτι βράδια του Αυγούστου, στο μπαλκόνι του σπιτιού σου; Υποβρύχιο με γεύση βανίλια σε μεγάλο κουτάλι, μέσα σε παγωμένο νερό. Να με φιλάς και τίποτ΄άλλο.

Είναι η σειρά μου να βουρκώσω από ένα συναίσθημα γλυκόπικρο. Γιατί έπρεπε να φτάσουμε ως εδώ για να μου δείξεις την αγάπη σου; Γιατί έπρεπε να πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα προκειμένου να αλλοιώσεις την σκληρή εικόνα του εαυτό σου;

Συγχώρεσα. Κάποτε, σου συγχώρεσα λόγια σκληρά, σαν κι αυτή την κουβέντα που κάνω αυτήν τη στιγμή μόνη μου μέσα στο μυαλό μου, όσο εσύ περιμένεις απαντήσεις. Κάποτε, συγχώρεσα εσένα, γιατί αγαπούσα εσένα. Τώρα όμως ήρθε η στιγμή να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Λοιπόν, ζητώ συγνώμη από ‘μένα διώχνοντας εσένα. Κι η απάντησή μου στην ερώτησή σου είναι η εξής: «Ναι! Αλλά εμένα με αγαπάω λίγο παραπάνω.»

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου