Γράφει η Βάσω. 

Είναι περίεργη η ησυχία μας και λίγο με τρομάζει. Μου φαίνεται αμήχανο να καθόμαστε στον καναπέ και να μην έχουμε να πούμε τίποτα, λέξη να μη βγάζουμε. Ποιοι; Εγώ κι εσύ, που φυσιολογικά ακόμα και υπό εξάντληση να είμαστε, με την μπαταρία του μυαλού μας να έχει πέσει στο ένα τοις εκατό, θα θελήσουμε να σπαταλήσουμε αυτό το τελευταίο και μοναχικό νουμεράκι μιλώντας για το ότι «ούτε να μιλήσουμε δεν έχουμε δύναμη». Κι ας μας πάρει ο ύπνος στον καναπέ σε τρία λεπτά σε περίεργες στάσεις. Κι ας ξυπνήσουμε την επόμενη μέρα με το λαιμό μας γυρισμένο σε μοίρες άγνωστες για το σώμα. Μα τώρα τίποτα…

Τι να σκέφτεσαι; Να αναρωτιέσαι άραγε αν παλιώσαμε; Αν οι καβγάδες που πλέον έχουν ένταση και διάρκεια είναι λόγος αρκετός για να κλείσουμε την ιστορία μας άδοξα; Ψάχνεις άραγε να βρεις σημάδια που να μας το κάνουν πιο εύκολο και δικαιολογίες για να πούμε πως «έπρεπε να γίνει έτσι»; Κοιτάς να εντοπίσεις την αρχή του τέλους μας; Ή να αναρωτιέσαι άραγε, όπως κι εγώ, πώς φτάσαμε στην αμήχανη σιωπή μας και να ψάχνεις ένα θέμα να βρεις για να τη σπάσεις;

Πώς φτάσαμε αλήθεια εδώ, στις δυο αντίθετες μεριές του καναπέ; Ποια ήταν εκείνη η στιγμή που αποφασίσαμε πως θα κάθεσαι εσύ αριστερά κι εγώ δεξιά και προσθέσαμε και δυο μέτρα απόσταση ασφαλείας λες και φοβόμαστε μην αρπάξουμε κανέναν ιό; Ήταν τότε που άλλαξαν για πρώτη φορά οι προτεραιότητές μας και που η δουλειά ήρθε να πάρει αξία μεγαλύτερη, με το ενδεχόμενο μιας προαγωγής να επισκιάζει τη φόρτιση; Ή ήταν μήπως τότε που ήρθαν ξανά όλα τούμπα, όταν χτύπησε την πόρτα μας το πρόβλημα που μας έκανε να μείνουμε για λίγο χωριστά;

Βέβαια, μιας και μιλάμε για παλιά, δεν ήταν έτσι όλες οι στιγμές μας. Βαρετές κι ανούσιες, γεμάτες είτε από φωνές υψωμένες είτε από αμήχανες σιωπές. Υπήρχαν κι εκείνες οι άλλες, που ισορροπούσαν τόσο άρτια μεταξύ της έντασης -που χαρακτήρες όπως εμείς έχουν και λίγο ανάγκη- και της ηρεμίας -που γίνεται εποικοδομητική κι όχι αμήχανη- που νομίζαμε πως είχαμε βρει το αψεγάδιαστο. Αλήθεια αναρωτιέμαι, σου λείπουν ποτέ εκείνες οι ημέρες;

Σου λείπουν. Όπως λείπουν και σε μένα, το ξέρω αφού το έχεις πει κάποιες φορές, όχι ανοιχτά και ξεκάθαρα, μα μέσα από κάτι μικρές στιγμές νοσταλγίας. Κι εμένα μου λείπουν, δεν ξέρω αν το ξέρεις, μα η αλήθεια είναι αυτή και δεν έχω σκοπό για κάποιον λόγο να στην κρύψω. Κι αφού μου λείπει και σου λείπει, γιατί δεν κάνουμε κάτι να το φέρουμε πάλι εδώ; Γιατί δε μειώνουμε λίγο την απόσταση στον καναπέ και γιατί δεν ξαναρχίζουμε να μιλάμε για όλα εκείνα τα μικρά αντί να ψάχνουμε με τις ώρες να πούμε το κάτι ουσιαστικό;

Ξεκινάω εγώ. Κλείνοντας αυτό το κείμενο θα έρθω λίγο πιο κοντά, να σου πω πώς ήταν η ημέρα μου στη δουλειά και ποιος πελάτης με εκνεύρισε και ποιον συμπάθησα. Θα σε ρωτήσω πώς ήταν και η δική σου και ποιος ξέρει, ίσως μας βρει τελικά η νύχτα εδώ, να θυμόμαστε κάτι από τα παλιά και να αποκοιμιόμαστε τελικά σε περίεργες στάσεις στα μαξιλάρια του καναπέ μας. Κι ας ξυπνήσουμε αύριο πιασμένοι και σαν σίγμα τελικά. Τι λες;