Γράφει η Λυδία.
Αν δε σε έχω ολόκληρο δε σε θέλω καθόλου. Βαρέθηκα τα λίγα, τα ελάχιστα και τα περίπου σου. Δεν απαίτησα ποτέ κάτι περισσότερο και δε θέλησα ποτέ να σε πιέσω. Ήθελα να θέλεις. Να θέλεις να είσαι δίπλα μου και να ηρεμείς μαζί μου. Να ζήσουμε όμορφες στιγμές.
Σε δέχτηκα όπως είσαι, με τη γλυκιά σου συμπεριφορά κι άλλοτε με την ξινή και διάθεσή σου. Δεν είχα ανοχή, η αγάπη μου για σένα δεν είχε τη μορφή υπομονής, ήταν αυτή που έπρεπε να είναι. Αληθινή, χωρίς να περιμένει να επιστραφεί η συμπεριφορά αυτή. Δεν προσδοκούσα, ζούσα με αυτά που έδινες. Ό,τι κι αν ήταν αυτά, εμένα με γέμιζαν.
Δε σε ένοιαξε ποτέ πώς το κάνω αυτό, πώς μπορώ να διανύω τις επόμενες μέρες μέχρι να σε δω και να πάρω τη δόση μου από σένα. Δε γίνεται, όμως, κάθε φορά να αδιαφορείς γι’ αυτά που παίρνεις και να μην έχεις το ελάχιστη φιλότιμο μέσα σου, ότι κι ο απέναντί σου έχει όρια. Ξέφυγες, αγόρι μου.
Ήσουν ο εαυτός σου, αλλά όχι αυτός που θα έπρεπε. Όταν ένας άνθρωπος σε δέχεται και συμβιβάζεται, να δείχνεις εκτίμηση και σεβασμό. Δε σηκώνεις ανάστημα, γιατί ο άλλος δεν είναι αδύναμος. Μπερδεύτηκες πολύ, γιατί δεν είναι αδυναμία πάντα η αγάπη, είναι ένα συναίσθημα που σε κάνει ευάλωτο, αλλά όχι αδύναμο.
Μην υποτιμάς τον άλλον, βλέπει και γνωρίζει. Απλά η επιθυμία του να σε θέλει, τον κάνει να σωπαίνει. Σωπαίνει και δέχεται τα πάντα. Πρόσεχε, όμως, όταν προκαλέσεις τη λογική, το συναίσθημα του άλλου θα μεταμορφωθεί σε θυμό. Στο θυμό του, θα εκπλαγείς απ’ την εσωτερική του δύναμη. Μπορείς να την αντικρίσεις όταν αποκλείεις την ιδέα μιας «φυσιολογικής» σχέσης, με βόλτες, στιγμές κι ενδιαφέρον.
Πιστεύεις ότι τα λόγια σου δε θα έχουν αντίκτυπό; Πόσο αφελής είσαι; Πόσο, σίγουρος είσαι γι’ αυτόν που μόλις έχεις κατηγοριοποιήσει ως δεδομένο; Το βλέπεις, δεν αντιδράει κι όμως συνεχίζεις να έχεις αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά.
Έχεις αφεθεί και πλέον στέκεις γυμνός. Είσαι αφοπλισμένος. Σε παίζει πια ο άλλος λεκτικά. Δεν το καταλαβαίνεις ότι ακόμα κι εκεί σου δίνει την ευκαιρία να ανατρέψεις την κουβέντα; Αυτό ήταν, έπαιξες με τα όριά μου μέχρι που τα ξεπέρασες.
Τι να σε κάνω, να έρθεις και να φύγεις πάλι; Τι να κάνω τα ψεύτικα λόγια; Δε χάλασε κάποια συμφωνία, συναισθήματα πληγώθηκαν. Προχώρα, ρίξε και τη χαριστική βολή. Θα μου επιτρέψεις, όμως, να ρίξω εγώ την τελευταία «βολή». Κι αν δε μου επιτρέψεις, σε ενημερώνω πως πλέον δεν περιμένω την έγκρισή σου.
Πονάει, αλλά προτιμώ την απουσία σου. Δε θέλω να το ζήσω έστω κι έτσι και μια μέρα να μην μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Όσο έχω ακόμα λογική, από αυτήν την ελάχιστη που απέμεινε, παλεύω για να εξαφανίσω κάθε σου σκέψη. Ξεδιπλώνω την πλάνη από κάθε θετική σου θύμηση.
Δεν ξέρω αν πρέπει να πονέσω που σε αφήνω ή που πια δε θα είμαστε μαζί. Μαζί; Τι ειρωνεία! Δεν υπήρξαμε ποτέ μαζί κι όμως συνεχίζω να το λέω. Έτσι είναι αυτά, αυταπάτες κι όνειρα πεταμένα στα σκουπίδια. Τελείωσε το θέατρο, θα κριθούμε στο χειροκρότημα. Δεν το ακούω πια, σώπασε κι εκείνο…