«Θέλω να θέλεις μονάχα εμένα.

Κι όταν λέω να με θέλεις, εννοώ πολύ. Να μην περνάς καλά μακριά μου, να υποφέρεις χωρίς εμένα. Να μην περνάνε οι ώρες, να είναι βασανιστήριο.

Σε θέλω μονάχα για μένα, μόνο δικό μου, να μην υπάρχεις για κανέναν άλλον. Ζηλεύω τα «ευχαριστώ» στην ταμία κι ας ήταν από ευγένεια, το χαμόγελο αμηχανίας στο στριμωξίδι του λεωφορείου.

Ζηλεύω το ποδόσφαιρο, τους φίλους σου και τη δουλεία σου. Ζηλεύω ό,τι ξοδεύεις χρόνο κι ενέργεια. Θέλω η ενέργεια σου να ηλεκτρίζει μονάχα το κορμί μου.

Θέλω τα μάτια σου να κοιτάζουν μόνο εμένα, να με αναζητούν μέσα στο πλήθος.

Να μην αντέχεις μακριά μου, να πονάει το σώμα σου όταν περνάνε ώρες χωρίς το άγγιγμά μου.

Να είμαι η πρώτη σκέψη σου όταν ξυπνάς, η πρώτη σου ανάγκη να είναι να με φιλήσεις πριν καν ρίξεις νερό στο πρόσωπό σου.

Να είμαι η τελευταία σκέψη σου πριν αποκοιμηθείς.

Δε θέλω το καλό σου, θέλω να είμαι εγώ το καλό σου.

Έτσι είναι ο έρωτας· ζηλιάρης, κτητικός, δεν είναι δημοκράτης. Είναι δικτάτορας ο έρωτας, μ’ εμένα να έχω την απόλυτη κυριαρχία πάνω στο κορμί σου.

Δε θέλω απλά να είσαι καλά μαζί μου, θέλω να είσαι χάλια χωρίς εμένα. Να είναι όλα μαύρα χωρίς την παρουσία σου. 

Μη με πιστεύεις όταν σου λέω να περάσεις καλά χωρίς εμένα. Δε θέλω να περνάς καλά, φοβάμαι μην περνάς καλύτερα απ’ ότι μαζί μου, μη συνηθίσεις την απουσία μου. Σε θέλω εξαρτημένο, όπως είμαι κι εγώ.

Θέλω τα χείλη σου να είναι κολλημένα στα δικά μου, να μην χορταίνεις ποτέ τα φιλιά μου, να μην παίρνεις ανάσα, να σταματάς να με φιλάς μονάχα για να μου λες πως δεν μπορείς χωρίς εμένα.

Δεν είμαι άνετη, δε θέλω να παριστάνω την άνετη. Κολλημένη είμαι, μαζί σου.

Δεν ξέρω αν σε πνίγω, εμένα με πνίγει η απουσία σου. Μα έτσι δεν είναι ο έρωτας; Δυνάστης.

Θέλω το άρωμα σου για να αναπνεύσω, αδιαφορώ για το οξυγόνο, το άρωμά σου με κρατάει ζωντανή.

Θέλω τα χέρια σου κολλημένα πάνω μου, μπλεγμένα με τα δικά μου ή τυλιγμένα στη μέση ή το λαιμό μου. Μισώ τις τσέπες σου που μου κλέβουν το άγγιγμα σου, θέλω να στις ξηλώσω όλες.

Δε θέλω δώρα, τα δώρα μου θα είναι οι στιγμές μας. Θέλω να μπορώ να σ’ εμπιστεύομαι.

Θέλω να μου μιλάς κι εγώ να σ’ ακούω κι ύστερα να με ακούς κι εσύ.

Θέλω να με νοιάζεσαι, να φοβάσαι μη με χάσεις. Θέλω να μ’ αγαπάς, έχω ανάγκη να μ’ αγαπάς. Κι ας μη μου το πεις ποτέ. Δε θέλω ν’ ακούσω για την αγάπη σου, θέλω να τη δω και να τη νιώσω.

Κι εγώ;

Εγώ θα δίνω σ’ εσένα ό,τι χρειάζεσαι πριν το ζητήσεις. Εγώ θα είμαι εκεί για ‘σένα, πριν από ‘σένα. Εγώ θα κάνω ένα πράγμα που τα κάνει όλα. Θα σ’ αγαπάω.

Θέλω να μη φοβάμαι να σου πω όσα θέλω γιατί θα με περάσεις  για εγωίστρια και κακομαθημένη. Θέλω αυτά που θέλω να τα θέλεις κι εσύ. Κι εγώ να στα δίνω.

Και θέλω όλα αυτά να μου τα δίνεις κι εσύ γιατί τ’ αξίζω. »

Όλα αυτά τα «θέλω» μου, τα κρύβω επιμελώς πίσω από σιωπές, συμβάσεις ή συγκαταβατικά νεύματα.

Κάναμε το φόβο και τη δειλία τρόπο ζωής, ασπίδα. «Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών».

Ο έρωτας δε θέλει πανοπλία, στον έρωτα ή μπαίνεις γυμνός και ξυπόλητος ή μείνε καλύτερα στον καναπέ σου.

Κανείς δειλός δεν αξίζει να αισθανθεί τι σημαίνει «ερωτευμένος» γιατί αδυνατεί να το ζήσει.

Κοιτάει τις σπίθες από απόσταση ασφαλείας, ενώ ο έρωτας επιτάσσει να πέσεις μέσα στη φωτιά. Μπορεί και να καείς, αλλά αν βγεις ζωντανός, τότε έχεις ξεγελάσει το θάνατο για πάντα.

Κι όμως για άλλη μια φορά θα σωπάσω, θα χαμογελάσω συγκαταβατικά, θα προσπαθήσω να μη σου δείξω πόσο σε θέλω.

Θα συμβιβαστώ σε έναν ακόμη χλιαρό έρωτα, θα κρατήσω τις αποστάσεις ασφαλείας και θα βουλιάξω μέσα στην κανονικότητά μου.

Γιατί ο κόσμος αυτός, μάτια μου, τους μεγάλους έρωτες έμαθε να τους βλέπει και να τους διαβάζει, όχι να τους ζει.