«Το αίμα νερό δεν γίνεται» είπε κάποτε ο λαός. «Μπούρδες», σκέφτεται κοιτάζοντας τη παιδική φωτογραφία που έπεσε στα χέρια του. Την περιεργάζεται, ενόσω προσπαθεί να ανασύρει από τη μνήμη του εικόνες και συναισθήματα από εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό στο χωριό.

Ένα «κλικ» αρκεί για να περάσει χειροπέδες στις στιγμές και να τις φυλακίσει για πάντα στο φακό της κάμερας. Χαζεύει τους δύο μικρούς «ισοβίτες» της φωτογραφίας που παίζουν ανέμελοι στον κήπο. Ο μικρός, ξανθός μπόμπιρας τρέχει να γλυτώσει από τον μεγάλο του αδερφό που τον κυνηγάει καταβρέχοντάς τον με το λάστιχο της αυλής. Ο χρόνος πάγωσε τη στιγμή που τα μικρά παιδιά μοιάζουν να βρίσκονται στον αέρα, πηδάνε ψηλά, κοιτάζοντας χαμογελαστά τον ουρανό. Θυμάται, την έντονη  μυρωδιά απ’ τα κάρβουνα που είχαν μπει από νωρίς στη φωτιά. Η διακριτική ημερομηνία στην άκρη της φωτογραφίας μαρτυράει το οικογενειακό γλέντι του δεκαπενταύγουστου. Ο αρχηγός της οικογένειας είχε την ονομαστική του εορτή και όπως κάθε χρόνο σύσσωμη η φαμίλια τιμούσε τον πατέρα της με όλα τα κομφόρ. Τα έχει όλα εκεί μπροστά του. Τα χρώματα, τα αρώματα, τις μυρωδιές, τη ζεστή ατμόσφαιρα μα παλεύει να θυμηθεί εκείνο τον μικρούλη που τρέχει μακριά του.

Στη πραγματικότητα εδώ και χρόνια έχει απομακρυνθεί από κοντά του. Πλέον η σχέση των δύο αδερφών είκοσι καλοκαιρία μετά από εκείνο το γλέντι είναι άλλοτε για γέλια κι άλλοτε για κλάματα. Όπως και τόσες άλλες αδερφικές σχέσεις που από την ανιδιοτέλεια έφτασαν στην ευτέλεια.

Τα γέλια που έγιναν παγερά μειδιάματα, οι αυθόρμητες αγκαλιές που έγιναν τυπικούρα στις οικογενειακές  μαζώξεις. Τα παιχνιδιάρικα βλέμματα, που πλέον στη σκάλα του πατρικού ούτε καν διασταυρώνονται. Οι εφηβικοί έρωτες που μονοπωλούσαν τις συζητήσεις μεταξύ των αδερφών  που έγιναν «ακατάλληλοι και επικίνδυνοι σύντροφοι». Σχέσεις εξάρτισης που κόπηκαν σαν το τσιγάρο κι έτσι, για τα μάτια του κόσμου, ανάβεις σε τίποτα ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα τραβώντας μια γερή ενοχική τζούρα.

Ίσως κάτι δε πήγε καλά στη πρώτη μοιρασιά και μετά λογικό είναι να μη βγει η παρτίδα με χάλια φύλλο. Θέλει πραγματικά μεγάλη τύχη να βγεις νικητής. Η δοκιμασία είναι συνήθως ίδια στα περισσότερα οικογενειακά καρέ. Κερδίζει το παιδί που θα βγει ακέραιο από το παιχνίδι της σύγκρισης.

Αιώνιοι αντίπαλοι, το καλό με το κακό παιδί, τα εύκολο με το δύσκολο, το κορίτσι με το αγόρι, το όμορφο με το λιγότερο όμορφο, το άτυχο με το τυχερό. Είναι όμως τελικά θέμα τύχης ή θέμα στρατηγικής; Αυτοί οι πρώτοι καθοδηγητές στη ζωή όλων μας, που είναι λογικό να μη τα κάνουν όλα σωστά και να πέφτουν συχνά σε παραπτώματα. Είτε από το άγχος να τα κάνουν όλα τέλεια, είτε από προσωπικές τους ανασφάλειες και παιδικά βιώματα ή στη προσπάθεια τους ν’ αποκτήσουν ένα σύμμαχο στον ανοιχτό πόλεμο με τον/τη σύζυγο αφήνουν πίσω παράπλευρες απώλειες.  Όλα αυτά κουρδίζουν για χρόνια τα αδέρφια  τα οποία σε μεγαλύτερη ηλικία κάνουν το μεγάλο και απρόβλεπτο μπαμ.

Τσακώνονται όπως όταν ήταν μικροί για τα παιχνίδια, αλληλοκατηγορούνται όπως για εκείνο το μυστηριωδώς σπασμένο βάζο της γιαγιάς. Τραβάνε χωριστούς δρόμους γιατί δεν μπόρεσαν να μοιράσουν ισόποσα κάτι τα χωράφια στη Κωλοπετινίτσα, που ανάθεμα αν θα πάνε και ποτέ να τους ρίξουν ένα πότισμα. Πετάνε σαν μπαλάκι ο ένας στον άλλο τις κοινές οικογενειακές ευθύνες. Βλέπεις, όταν οι γονείς αρρωσταίνουν γίνονται ένα βάρος που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να σηκώσει. Άλλοι πάλι, πιο υπεράνω, επικαλούνται ασυμφωνία χαρακτήρων.

Μα εδώ δεν μιλάμε για έρωτα, ούτε για φίλια, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο βαθύ. Για ανθρώπους που σου μοιάζουν θες δε θες. Που η σχέση δεν ήταν θέμα επιλογής. Δεν πέρασαν απλά από τη ζωή σου, υπήρχαν πριν από εσένα για εσένα ή ήρθαν μετά για να συμπληρώσουν εσένα.

Πριν βγάλεις απ’ το οικογενειακό άλμπουμ τις φωτογραφίες που μαρτυράνε την αδερφική αγάπη προσπάθησε να το φανταστείς με κενά. Αν δεν μπορείς ρώτα ένα μοναχοπαίδι που πέρασε ώρες ζωγραφίζοντας αυτά τα κενά με πολύχρωμα «φανταστικά αδελφάκια». Ρώτα το για τις ώρες σιωπής. Είναι οι ίδιες που εσένα σε «ζάλιζε» ο αδερφός-ή σου. Επίσης, ρώτα το πώς είναι να έχει παιχνίδια αλλά να μη μπορεί να παίξει. Πώς είναι να έχεις τόση χαρά ή λύπη αλλά να μη μπορείς να τη μοιραστείς. Θα σκεφτείς ότι είχε φίλους και πολύ καλά θα κάνεις. Με πόσους όμως φίλους στη ζωή σου μίλησες χωρίς λέξεις;

 

Επιμέλεια κειμένου Κατερίνας Κάββουρα: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Κατερίνα Κάββουρα