O Βίνσεντ Βαν Γκογκ υπήρξε ένας ζωγράφος που δε χρειάζεται και ιδιαίτερες συστάσεις, καθ’ ότι υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπρόσωπους του ρεύματος του Ιμπρεσιονισμού, ενός μεγάλου καλλιτεχνικού ρεύματος που επηρέασε άρδην τις καλές τέχνες, τη λογοτεχνία και τη μουσική του Δυτικού Κόσμου. Ο καλλιτέχνης αυτός έμεινε στην ιστορία της Ευρώπης όχι μόνο για το αναντίρρητα μεγάλο ταλέντο του, αλλά και για την εύθραυστη ψυχολογική του κατάσταση, η οποία αποτέλεσε έμπνευση για τα μεγάλα του έργα αλλά και τροχοπέδη, καθώς λέγεται, στην προσπάθειά του να ζήσει μια ήρεμη κι ευτυχισμένη ζωή.

O Βαν Γκογκ υπήρξε ένας από τους καλλιτέχνες ο οποίος αντιμετώπιζε την τέχνη του όχι μόνο ως μέσο βιοπορισμού, αλλά κι ως μέσο κατάθεσης ψυχής. Είναι αξιοσημείωτο πως τα έργα του αντικατοπτρίζουν κάποια από τα στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, αφήνοντας κάποια άλλα στο περιθώριο ή ξορκίζοντάς τα, κατά κάποιο τρόπο, μέσα από την τέχνη. Ωστόσο, δεν παύει να θεωρείται, ακόμη και σήμερα, μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, το παράδειγμα και η τεχνοτροπία της οποίας ακολουθήθηκε μεταγενέστερα από πολλούς άλλους ζωγράφους, γι’ αυτό και τα έργα του δε θα έπρεπε επ’ ουδενί να αντιμετωπιστούν ως απλά οι οπτικές αναπαραστάσεις ενός ταραγμένου και βασανισμένου μυαλού.

Επιπρόσθετα, ο «τρελός» καλλιτέχνης, όπως ακόμη προσφωνείται, θεωρείται αδιαμφισβήτητα ένας ζωγράφος με μεγάλη, ριζική θα έλεγε κανείς, αλλαγή από τα πρώτα του έργα μέχρι και τα τελευταία. Ενώ τα πρώτα καλλιτεχνικά χρόνια του τον βρίσκουν πιο κοντά στο Ρεαλισμό, να δημιουργεί με μολύβι και να σχεδιάζει κυρίως ανθρώπους, χρησιμοποιώντας σκιάσεις αντί για χρώματα για να δώσει διαστάσεις στα έργα του, η πιο ώριμη καλλιτεχνική του περίοδος χαρακτηρίζεται από δημιουργίες με κύριο υλικό το λάδι, έντονα, ζωηρά χρώματα και μάλλον απουσία του ανθρώπινου στοιχείου. Ψυχο-βιογράφοι μελετητές του αναφέρουν πως μια τέτοια εξέλιξη πιθανότατα συνέβη με τα χρόνια ως αντικατοπτρισμός της απομόνωσής του από τον κόσμο και της μη κατανόησης της δημιουργιών του από τους ανθρώπους της εποχής, γεγονός που τον έθλιβε βαθύτατα και τον ωθούσε στην αποφυγή των ανθρώπινων επαφών, αφού συχνά ένιωθε πως δεν ήξερε τον τρόπο να επικοινωνήσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του εντός κι εκτός τέχνης.

Επόμενος σταθμός της δημιουργίας του υπήρξε η Χάγη, όπου μαθήτευσε κοντά στον Anton Mauve. Τα χρώματα που προτιμά σ’ αυτήν την περίοδο της καλλιτεχνικής του δράσης είναι τα έντονα κίτρινα, κροκί και πορτοκαλί για τα οποία είναι γνωστός σήμερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έλειπαν οι πίνακες σε άλλους χρωματισμούς. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε με πολύ δύσκολα γεγονότα για τη ζωή του εκτός του στερεώματος της τέχνης, με κορυφαίο όλων τον χαμό του πατέρα του. Θεματολογικά, επίσης, προτιμάται η απεικόνιση σκηνών αγροτικής ζωής, με την ανθρώπινη παρουσία να εκλείπει ολοένα και περισσότερο. Μάλιστα, αυτή ήταν και η περίοδος στην οποία ζωγραφίστηκε και μία από τις πιο γνωστές του νεκρές φύσεις. Γενικά, υπάρχει μια αντιδιαστολή της συναισθηματικής του κατάστασης σε σχέση με τα χρώματα τα οποία χρησιμοποιούσε και τα θέματα τα οποία επέλεγε να ζωγραφίσει, γεγονός που ερμηνεύεται ως μια προσπάθειά του να ξορκίσει τους δαίμονές του μέσα από την τέχνη. Κοινώς, παρά την ταραγμένη σκέψη του, ο Βαν Γκογκ κατάφερε ακριβώς αυτό που οι πρώτες του καλλιτεχνικές επιρροές δεν του επέτρεπαν· ζωγράφισε αυτό που ονειρευόταν και λαχταρούσε κι όχι αυτό που κατ’ ανάγκη έβλεπε.

Η τελευταία του περίοδος σημαδεύτηκε από τη χρήση του πουαντιγισμού ως τεχνοτροπία. Ο ρεαλισμός τον εγκαταλείπει καλλιτεχνικά, οι γραμμές θολώνουν και τα έργα του χαρακτηρίζονται από τη θεματολογική απλότητα που τα διέπει. Εδώ ζωγραφίζονται και τα περίφημα ηλιοτρόπια, για τα οποία είναι πασίγνωστος ακόμη και σήμερα και οι ερευνητές του διατυπώνουν τη θεωρία πως το ηλιοτρόπιο, ως σύμβολο,αποτελεί κατά κάποιον τρόπο αποτύπωση του εαυτού του, που προσπαθεί να σηκώσει το κεφάλι του και να αντικρίσει τον ήλιο, εν προκειμένω την ευτυχία και τη γαλήνη. Ένα χρόνο πριν τον χαμό του ζωγραφίζει την περίφημη «Έναστρη Νύχτα», μια ονειρική απόδραση από την πραγματικότητά του. Πιο συγκεκριμένα, ο πίνακας αυτός ζωγραφίστηκε ενώ ο Βαν Γκογκ βρισκόταν έγκλειστος σε άσυλο ψυχικής υγείας. Παρ’ όλο που τα χρώματα είναι έντονα, οι πινελιές στροβιλίζονται χαρούμενα και το θέμα του πίνακα είναι ονειρικό, βλέπουμε και πάλι στοιχεία της θλίψης που τον περιέβαλαν, όπως το δέντρο που έχει τοποθετηθεί στον πίνακα, το οποίο συμβολίζει το θάνατο, λειτουργώντας συμβολικά σαν μια γέφυρα μεταξύ της γης και του παραδείσου. Οι ερευνητές θεωρούν πως ο συμβολισμός αυτός μπορεί να αποτέλεσε μέχρι και προοικονομία για την επικείμενη αφαίρεση από τον ίδιο της ζωής του ένα χρόνο μετά.

Είναι, επομένως, εμφανές, τόσο από τους πίνακές του όσο και από τα αποφθέγματά του ότι μιλάμε για έναν άνθρωπο που διψούσε να επικοινωνήσει, να νιώσει και να γίνει αποδεκτός από τους ανθρώπους γύρω του. Ο ίδιος για τον εαυτό του θεωρούσε με θλίψη του πως δεν τα κατάφερε ούτε στη ζωή, ούτε στην τέχνη, γεγονός που μαρτυράται και από τις τελευταίες του λέξεις: «η θλίψη θα μείνει για πάντα».

 

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου