Όταν ξεκινάει μια σχέση, ο ενθουσιασμός είναι διάχυτος. Το ζευγάρι προσπαθεί να περνάει όσο περισσότερο χρόνο γίνεται μαζί, χωρίς να αφήνει τα εμπόδια της καθημερινότητας να φαντάζουν ανυπέρβλητα και ο καθένας εντοπίζει, σε πρώτο επίπεδο, μόνο τα πλεονεκτήματα του συντρόφου του και μάλιστα πολλές φορές τα «θεοποιεί». Όλοι γνωρίζουμε ότι ο έρωτας είναι ένα ισχυρό συναίσθημα που θολώνει τη σκέψη και το μυαλό. Όποιος πει ότι αυτό δεν ισχύει, τότε δεν το έχει νιώσει ακόμα ή δεν έχει αφεθεί να το νιώσει. Το δύσκολο, όμως, κομμάτι δεν είναι να αφεθείς στην «τύφλωση» αλλά το πώς θα επανέλθεις σε φυσιολογικά επίπεδα και θα ξαναβρείς τους ρυθμούς σου.

Με την πάροδο του χρόνου, η σχέση ακολουθεί μια πορεία και πλέον το καθημερινό πρόγραμμα προσαρμόζεται στις ανάγκες του ζευγαριού ή στις ανάγκες του ενός με τον άλλο να ακολουθεί και να υποχωρεί. Στο σημείο αυτό κάποιοι επιλέγουν να μη δουν τα ελαττώματα και τις λανθάνουσες συμπεριφορές του συντρόφου τους και κάποιοι άλλοι αρχίζουν να συμπεριφέρονται, σύμφωνα με το ένστικτό τους, που πολλές φορές διαφοροποιείται από όσα επιτάσσει η καρδιά.

Για να είμαστε ειλικρινείς, οι υποψίες υπάρχουν από την αρχή. Το να κατηγορούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για παραπλανητικά προφίλ ανθρώπων είναι σαν να χαρακτηρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό ηλίθιο που επέλεξε να πιστέψει κάτι που κατά 99% γνωρίζαμε από την αρχή ότι είναι ψεύτικο. Είναι λογικό να υπάρχουν υποψίες στην αρχή μιας σχέσης, αφού πρακτικά τα δύο άτομα δε γνωρίζονται τόσο καλά, ώστε να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλο αμέσως και πλήρως. Πόσες υποψίες δικαιούται, όμως, να έχει ένας ερωτευμένος;

Η απάντηση μπορεί να δοθεί με τη μορφή ερώτησης: «Πόσο διατεθειμένος είσαι να εμπιστευτείς τον άλλο;». Πριν βιαστούμε να απαντήσουμε, ας αναλογιστούμε πόσο θέλουμε να μας εμπιστεύονται και πόσο εμείς μπορούμε να εμπιστευτούμε. Όσο γεμίζουμε το μυαλό μας με υποψίες, τόσο χάνουμε το παιχνίδι της εμπιστοσύνης. Σύνηθες φαινόμενο είναι να συγκρίνουμε τη νέα μας σχέση με τις λανθασμένες μας επιλογές του παρελθόντος, γεγονός που έχει αποδειχθεί αρκετές φορές ολέθριο.

Ο καθένας έχει, λοιπόν, τις εξής τρεις επιλογές:

  1. Επιλέγει να «αφήσει» το μυαλό του να θολώσει και να αφεθεί στο δυνατό ερωτικό συναίσθημα, χωρίς να θέλει να βγει από αυτή την κατάσταση και να δει λίγο πιο καθαρά τα πράγματα. Εδώ ανήκουν αυτοί που δηλώνουν αθεράπευτα ερωτευμένοι και κολλάνε στο σύντροφό τους, αγνοώντας τις δικές τους και τις δικές του προσωπικές ανάγκες. Συνήθως, οι περισσότεροι από αυτούς καταλήγουν μετά από ένα χωρισμό, διαλυμένοι και χωρίς ταυτότητα, να αναρωτιούνται «γιατί συνέβη αυτό;».
  2. Επιλέγει να ζήσει το έντονο συναίσθημα στην αρχή και μόλις «συνέλθει», να γεμίσει το μυαλό του με υποψίες για το οτιδήποτε, συγχέοντας τις συμπεριφορές των πρώην με του νυν συντρόφου του, με αποτέλεσμα εκρήξεις ζήλιας και αγανάκτησης, πολλές φορές αναίτια. Εδώ ανήκουν κι οι σχέσεις που είναι γεμάτες σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα, μέσα απ’ τα οποία κάποιος πληγώνεται περισσότερο και κάποιος λιγότερο.
  3. Επιλέγει να ζήσει τον έρωτα στην αρχή της σχέσης όσο πιο δυνατά και ευχάριστα μπορεί και με το πέρασμα του χρόνου να κρατήσει το μυαλό του καθαρό από λάθη του παρελθόντος και να δει το έτερον του ήμισυ ως αυτό που είναι πραγματικά. Δεν είναι εύκολο, γιατί ένας άνθρωπος που έχει τραυματικές εμπειρίες, δυσκολεύεται να δείξει ψυχραιμία και υπομονή. Είναι όμως η πιο ξεκούραστη και η λιγότερο αγχογόνος επιλογή.

Η απάντηση, λοιπόν, στην αρχική ερώτηση είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Πόσο διατεθειμένος είσαι να δεις και να αποδεχτείς τον άλλο για αυτό που είναι και όχι γιατί σου θυμίζει κάποιον τρίτο; Και δεν αφορά αυτό μόνο στις ερωτικές σχέσεις. Η εμπιστοσύνη είναι θεμέλιος λίθος σε κάθε είδους ανθρώπινη σχέση και απαιτεί χτίσιμο από την αρχή με προσοχή, καθαρό μυαλό και πολλή πολλή υπομονή.

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.