Με τη μεγαλειώδη είσοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή μας, γνωρίζουμε τόσο πολλούς ανθρώπους που στον έξω, πραγματικό, μικρόκοσμό μας δε θα τολμούσαμε ούτε να χαιρετήσουμε. Πώς, όμως, έτσι ξαφνικά, αποφασίσαμε να μιλάμε σε τόσα «ξένα» πρόσωπα και να μην εμπιστευόμαστε τους φίλους και την οικογένειά μας, τους ανθρώπους δηλαδή αυτούς που ξέρουν για εμάς τα πάντα κι ήταν μια ζωή οι συμβουλάτορές μας;

Κατά κύριο λόγο, μιλάμε για τα προβλήματά μας σε ξένους γιατί νιώθουμε μεν κάτι οικείο, παράλληλα όμως υπάρχει κι η ασφαλής απόσταση των διαδικτυακών εφαρμογών. Θεωρούμε δεδομένο ότι, απ’ τη στιγμή που δε μοιραζόμαστε την ίδια καθημερινότητα, αλλά μας χωρίζουν πολλά (ακόμα και γεωγραφικά), ο ξένος άνθρωπος δε θα μπορεί να ερευνήσει και κατ’ επέκταση να επιβεβαιώσει τα στοιχεία που του έχουμε δώσει.

Υπάρχει, βέβαια, κι η εκδοχή που λέει ότι μιλάμε σε ξένους για προσωπικά μας προβλήματα γιατί δε γνωρίζουν το παρελθόν μας κι έτσι επιλέγουμε εμείς την εικόνα του προβλήματος που θα παρουσιάσουμε. Καταλήγουμε, λοιπόν, να παρουσιάζουμε το ζήτημα όπως μας βολεύει και να παίρνουμε την απάντηση που εμείς θα θέλαμε να ακούσουμε. Ακούγεται ωμό, αλλά αν το ξανασκεφτείς, έτσι είναι.

Ποιος είναι ο λόγος που επιλέγουμε να μην εμπιστευτούμε τους φίλους μας και τους δικούς μας ανθρώπους; Μήπως γιατί είναι αυτοί που θα μας πούνε την αλήθεια που δε θέλουμε να ακούσουμε; Κι όμως, αυτό ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο φίλος μας, ο κολλητός μας, είναι αυτός που γνωρίζει πολλές φορές την αλήθεια, χωρίς καν να του την πούμε εμείς. Ο γονιός είναι σίγουρα αυτός που μας νιώθει και ξέρει τα λάθη μας, τα οποία ίσως έχει κάνει κι αυτός στο παρελθόν και ξέρει απ’ την αρχή τι κατάληξη θα έχουν. Γνωρίζοντας τόσα πράγματα για εμάς, καταφέρνουν με λίγες μόνο λέξεις μας να κάνουν εικόνα της πραγματικής κατάστασης και να μας δώσουν λύση.

Ο πραγματικός φίλος θα μας πει την αλήθεια, είτε θέλουμε να την ακούσουμε είτε όχι. Με τα χρόνια καταφέρνει να μας γνωρίσει κι όντας αντικειμενικός, προσπαθεί με τον τρόπο του να μας προστατεύσει και να μας προειδοποιήσει για λάθη που πιθανό να κάνουμε. Ο γονιός ίσως να ‘ναι λιγότερο αντικειμενικός, αλλά η ανάγκη μέσα του να απλώσει το προστατευτικό του πέπλο, τον κάνει να μας λέει πράγματα που μπορεί να βαριόμαστε να ακούσουμε, αλλά να πρέπει να τα εφαρμόσουμε στη ζωή μας. Μήπως, τελικά, γι’ αυτό φοβόμαστε την αντίδρασή τους και χτυπάμε τις πόρτες των ξένων;

Ο ξένος, λοιπόν, που θα διαβάσει το πρόβλημά μας στο Facebook ή στο Twitter, θα μας δώσει δίκιο, είτε έχουμε είτε όχι, και θα δει το πρόβλημά μας μονοδιάστατα και πολλές φορές παρορμητικά. Υπάρχουν και περιπτώσεις που θα δώσει τη λύση ή τη συμβουλή που θα μας πρότεινε ο κολλητός μας. Και τότε θα μπορέσουμε να δούμε την άλλη, την αληθινή, την ωμή πλευρά τους προβλήματός μας και να κάνουμε αυτό που πρέπει.

Όσο άσχημο κι αν ακούγεται, το να εμπιστευόμαστε έναν ξένο μεταφράζεται σχεδόν κάθε φορά σαν έναν φόβο που έχουμε να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Τρομάζουμε στην ιδέα ότι μια σχέση μπορεί, για παράδειγμα, να ‘χει τελειώσει εξαιτίας μας κι ελπίζουμε να ακούσουμε τη φράση «δε φταις εσύ, ο άλλος έκανε λάθη». Αυτόν τον φόβο πρέπει να εξαλείψουμε απ’ την καθημερινότητά μας και να καλλιεργήσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με ανθρώπους που ‘ναι αληθινοί απέναντί μας. Κι η εμπιστοσύνη θέλει τον χρόνο της.

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη