Μάρτιος 1964, Queens, Νέα Υόρκη. Η εικοσιοκτάχρονη Kitty Genovese γυρίζει σπίτι της από τη δουλειά και λίγο πριν μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας της δέχεται επίθεση από τον τριαντάχρονο Winston Moseley, ο οποίος είχε σκοπό να τη ληστέψει. Η νεαρή κοπέλα φώναξε για βοήθεια, αλλά παρόλο που κάποιοι γείτονες το άκουσαν δεν αντέδρασαν. Ο Moseley τράπηκε σε φυγή και η Genovese προσπάθησε, σε άσχημη κατάσταση, να μπει στο κτίριο. Λιποθύμησε, αδυνατώντας να ανοίξει την πόρτα και λίγη ώρα μετά ο Moseley ξαναγύρισε με καλυμμένο το πρόσωπό του και ολοκλήρωσε αυτό που είχε ξεκινήσει. Η νεαρή Genovese έχασε τη ζωή της στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο δράστης συνελήφθη λίγες ημέρες μετά σε μια ληστεία καταστήματος, ομολόγησε και καταδικάστηκε.

Αν διηγηθεί κάποιος αυτό το περιστατικό, θα ακουστεί σαν μια ακόμη τυπική υπόθεση που κατέληξε πολύ άσχημα. Δύο εβδομάδες όμως μετά το περιστατικό, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο στους New York Times όπου αναφέρεται ότι τη στιγμή του περιστατικού υπήρχαν σχεδόν σαράντα μάρτυρες που είδαν ή άκουσαν την κοπέλα και δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια. Η αστυνομία της Νέας Υόρκης διεξήγαγε εκ νέου έρευνα και εντόπισε ότι υπήρχαν κάποιες κλήσεις για το περιστατικό από γείτονες αλλά τίποτα παραπάνω. Αυτή η μορφή «απάθειας» των μαρτύρων μελετήθηκε εκτενώς από κοινωνικούς ψυχολόγους και πλέον μιλάμε για ένα φαινόμενο που ονομάστηκε «Bystander effect» ή στα ελληνικά «Η επίδραση των παρευρισκόμενων», αλλιώς «Σύνδρομο Genovese» από την αδικοχαμένη κοπέλα.

Η αναγνώριση και μελέτη του φαινομένου ουσιαστικά έγινε το 1968 από τους κοινωνικούς ψυχολόγους John Darley και Bibb Latané και μια ομάδα φοιτητών του Πανεπιστημίου της Columbia. Στην πρώτη φάση του πειράματος, ένας συμμετέχων, έχοντας πλήρη άγνοια, παρέμεινε μόνος σε ένα δωμάτιο. Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ακούει μια γυναικεία φωνή να εκλιπαρεί για βοήθεια. Σχεδόν το εβδομήντα πέντε τοις εκατό των ατόμων πετάχτηκαν έξω από το δωμάτιο φωνάζοντας να καλέσουν την αστυνομία. Στη συνέχεια, στο ίδιο δωμάτιο μπήκε ένας άλλος συμμετέχων -επίσης χωρίς να γνωρίζει τι και πώς- και μαζί του μπήκαν και κάποιοι φοιτητές ηθοποιοί οι οποίοι όμως είχαν σαφείς οδηγίες να παραμείνουν απαθείς. Εκεί παρατηρήθηκε ότι αισθητά λιγότεροι αναζήτησαν βοήθεια για τη γυναίκα, αφού επηρεάστηκαν από τη συμπεριφορά των παρευρισκόμενων. Το πείραμα αυτό συνεχίστηκε και σε ανοιχτούς χώρους και το φαινόμενο καταγράφηκε πλέον στα βασικά εγχειρίδια της Αστυνομικής Ψυχολογίας.

Οι Darley & Latané κατάφεραν να ερμηνεύσουν μια ανθρώπινη συμπεριφορά, χωρίς όμως να τη δικαιολογήσουν. Όταν σε ένα περιστατικό υπάρχει ένας μόνο θεατής, σχεδόν ενενήντα εννέα στις εκατό φορές, θα σπεύσει για βοήθεια. Όταν όμως οι παρευρισκόμενοι είναι πολλοί, τότε γίνεται μετατόπιση της ευθύνης. Και όσο περισσότεροι, τόσο πιο πολύ αργεί κάποιος να αντιδράσει και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Ουσιαστικά δεν αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη. Απλά «ζυγίζουν» κατά κάποιον τρόπο την κατάσταση από τις αντιδράσεις των παρευρισκόμενων. Η απάθεια μπορεί να επηρεάσει την κρίση ενός ατόμου και να τον κάνει να σκεφτεί ότι αφού δεν αντιδρούν οι άλλοι, τότε δεν υπάρχει κίνδυνος. Ακόμα και όταν βρίσκεται μπροστά σε ένα αντικειμενικά σοβαρό περιστατικό.

Επιπλέον, θα πρέπει να μιλήσουμε για τον παράγοντα του φόβου. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που δε σου επιτρέπει να κάνεις πολλά πράγματα. Και όταν κάποιος επηρεάζεται από την αδράνεια των παρευρισκόμενων μπορεί να σκεφτεί ότι αν τρέξει αυτός, θα αναλάβει μια ευθύνη που δεν του αναλογεί και θα βρει τον μπελά του.

Το φαινόμενο αυτό δίνει μια εικόνα κοινωνικής συμμόρφωσης, που όμως δεν είναι σωστή. Το σωστό θα ήταν να βοηθήσεις το μέλος της κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνδυνο, χωρίς η κρίση σου να επηρεάζεται από τους γύρω και τις δικές τους αντιδράσεις. Η μετατόπιση της ευθύνης φέρνει καθυστέρηση στην παροχή βοήθειας με αποτέλεσμα το άτομο πολλές φορές να καταλήγει αβοήθητο. Όπως το 2011, όταν ένα μικρό κοριτσάκι, η Wang Yue, χτυπήθηκε από αυτοκίνητο, πέρασαν από δίπλα της περίπου δεκαοχτώ άτομα, χωρίς κανένα από αυτά να κάνει το παραμικρό! Λίγα λεπτά μετά μια δημοτική υπάλληλος έτρεξε να τηλεφωνήσει, αλλά ήδη είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος και το κοριτσάκι έχασε τη ζωή του στην άσφαλτο.

Αν και ο δημοσιογράφος των New York Times το 1964, αργότερα παραδέχτηκε στην κατάθεσή του ότι λίγο υπερέβαλε στο άρθρο του, έδωσε ένα έναυσμα στην επιστήμη της Κοινωνικής Ψυχολογίας να προσθέσει ένα ακόμα κομμάτι στο πολυσύνθετο πάζλ της ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτό που έδειξαν μετέπειτα έρευνες είναι ότι είναι αρκετοί οι παράγοντες τελικά που συμβάλλουν σε τέτοιου είδους αντιδράσεις. Όπως και να έχει, το βασικό είναι να μπορέσει κάποιος να νιώσει ο ίδιος ότι είναι υπεύθυνος ακόμα και για τον πιο αδύναμο και να αντιδράσει χωρίς να νοιάζεται για το αν όλοι οι γύρω σιωπούν.

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη